"...εγώ, κορίτσι μου, είμαι μια χαρά να κλαις τον άλλονε, λοιπόν, το φουκαρά..." *


Έξω θα βρέξει, μα κοιμήσου εσύ.
Χώσου λίγο πιο βαθιά στο καβούκι.
Λίγο ακόμα. Είναι στεγνά και ζεστά.
Μη βγεις θα κρυώσεις. Το ζακετάκι σου.
Κοίτα μη φτερνιστείς
και πετάξουν οι πεταλούδες στην Κολομβία
και ανθίσουν οι κερασιές στην Ιαπωνία.
Το νου σου. Όχι, εκεί.
Ως εδώ και μη παρέκει.
Ούτε επέκεινα.
Μπροστά στα μάτια σου.
Αλλά εσύ βλέπεις μόνο αγγελάκια κι αστέρια.
Τα άλλα δεν λάμπουν,
δεν είναι χρυσός.

Εκεί, λοιπόν, να μην κοιτάξεις
γιατί θα τυφλωθείς από το μαύρο

κάρβουνο
κοίτα μην πνιγείς από τις αναθυμιάσεις
του εορταστικού σου πνεύματος
πνεύματος, απνεύματος

τον μαύρο
που ξαποσταίνει ξαπλωμένος
στο παγκάκι
σαν να κρατάει την κοιλιά του
κι άμα πονάει;
και τα μάτια του καρφώνονται στην καρδιά
μαχαίρι
τον βλέπεις, δεν τον βλέπεις

αλλά πού να δεις;
θα κρυώσεις, σκεπάσου, μην αλλάξεις πλευρό

σε λίγο θα βρέξει, αλλά δεν είσαι εσύ που κοιμάσαι
στα χαρτόνια
στον Πειραιά, έξω στο λιμάνι,
με τα σκυλιά γι' αγκαλιά
την πιο σίγουρη ανθρωπιά
των σκυλιώνε

γιατί απ' ανθρώπους χορτάσανε.

Πιο φουκαράς από σένανε γίνεται;

Βρέχει, πια.



*Απόσπασμα από τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη (αν θυμάμαι καλά το στίχο, συνήθως παρακούω και παραποιώ τα λόγια στα τραγούδια, διόλου ηθελημένα)