Κυνηγώντας τη χίμαιρα της ελευθερίας

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο, 30/8/2008)

«…Μια τόσο παλιά γλώσσα όσο και η δική τους νομίζω πως τους ταλαιπωρεί αρκετά με τη συνθετότητά της και κυρίως με τη μακραίωνη διαδρομή της. Δεν είναι εύκολο κανείς να τα βγάλει πέρα με μια ιδιότροπη γριά αρκετών χιλιάδων ετών γεμάτη από λαμπρές μνήμες. Τι μπορείς να κάνεις μπροστά της; Να προσπαθήσεις να γεράσεις όπως εκείνη και να της μοιάσεις ή να ‘σαι δισέγγονό της, που όμως πρέπει να έχει το ίδιο σουλούπι κι εκείνη να νιώθει υπερήφανη γι’ αυτό;…».

Ένα χορταστικό μυθιστόρημα που απορροφά τον αναγνώστη στο ψυχικό στερέωμα του κεντρικού του ήρωα. Με αφήγηση που εκπέμπει τόση αληθοφάνεια όση χρειάζεται για να οροθετηθεί εναργώς το λογοτεχνικό τοπίο και να μαγέψει με τη σειρά του τον αναγνώστη με το αρμονικό του ξεδίπλωμα. «…Ένα κακόμοιρο χρονικό ενός έρωτα κι ενός ονείρου…», λέει ο πρωταγωνιστής Γκάμπριελ κάπου στο βιβλίο οικτίροντας τον εαυτό του, αλλά πρόκειται μάλλον για τη σαρκαστική φωνή του συγγραφέα που παρεισφρέει και υποσκάπτει την ίδια του τη βάση.
Πρόκειται για το βιβλίο με τον παράξενο αλλά ελκυστικό τίτλο «η αηδονόπιτα» του Ισίδωρου Ζουργού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Η αλήθεια είναι ότι διαβάζοντας την εποχή στην οποία αναφέρεται το βιβλίο (Ελληνική Επανάσταση 1821- για την ακρίβεια από τον Ιούνιο του ίδιου έτους και μέχρι την Έξοδο του Μεσολογγίου) έχει αρχικά την εντύπωση ο αναγνώστης ότι θα αναμετρηθεί με ένα φολκλόρ που μπορεί να ενέχει ακόμη και εθνικιστικές διαστάσεις. Προς τιμήν του συγγραφέα, δεν κάνει ούτε στιγμή κάτι τέτοιο. Αντίθετα, λέει μια ιστορία που ρέει με την ευκολία και την ομορφιά ενός κλασικού έργου, χωρίς να μεταχειρίζεται το όποιο αίσθημα εντοπιότητας, εθνικισμού ή και φτηνού λαϊκισμού που το ίδιο το θέμα του μυθιστορήματος προσφέρεται να ξυπνήσει σε κάποιον. Ίσα ίσα: χρησιμοποιεί τη φιγούρα ενός αμερικανού φιλέλληνα ο οποίος είναι «…Μόνος και άπολις, πιο πολύ όμως από μια εξορία εσωτερική…». Μεταχειρίζεται, μάλιστα, το δεκτικό και εύπλαστο σαρκίο του
Γκάμπριελ (με την απόλυτα δικαιολογημένη γνώση και αγάπη του ιδίου για τη λογοτεχνία και την ποίηση) με τρόπο που περνάει αποτελεσματικά στο συνεπή αναγνώστη και τα σημεία-αναφορές διακειμενικότητας που βρίσκονται στο βιβλίο και πραγματικά το διανθίζουν. Αυτός ο έξωθεν παρατηρητής, με τα δικά του ψυχικά φορτία, δίνει μια άλλη διάσταση εκείνης της εποχής: την ανθρώπινη διάσταση* που τόσο μας λείπει και δεν έχει να κάνει με ηρωικά κατορθώματα και τρανταχτά ονόματα, αλλά με το δράμα που κρύβεται πίσω από το κάθε όνομα, ιστορικό ή μη. «…όπως η σουπιά, ξερνώ μελάνι κι εγώ όταν βρίσκομαι σε ταραχή –δεν το χύνω στο νερό, αλλά στο χαρτί…»
.
Ο Γκάμπριελ, κυνηγημένος από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, έρχεται στην ταραγμένη και επαναστατημένη Ελλάδα για να αναζητήσει την ελευθερία μέσα του. «…Πέρασα ένα ωκεανό για να σε ξεχάσω. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω…» Κυνηγά με τη σειρά του τη Χίμαιρα. Από το μεγαλεπήβολο αυτόν αγώνα του θα κερδίσει κάτι άλλο, ίσως λίγο πιο σημαντικό ή καλύτερα προϋπόθεση της ελευθερίας του: την αγάπη. «…Δεν φοβάμαι πια το θάνατο, δεν τρέμω τα φονικά. Στην ομορφιά όμως και στα μεταξύ τους βλέμματα νιώθω ανυπεράσπιστος…» Καταβάλλει, εννοείται, το τίμημα γι’ αυτή την κατάκτηση που δεν είναι άλλο από την υποταγή στην αγάπη. «…Ανόητε Γκάμπριελ, ποιος ζεστάθηκε ποτέ με λέξεις;…». Η Τέχνη του θα σταθεί ανίκανη να θρέψει εξολοκλήρου τη φλόγα του για ελευθερία* θα παραμείνει η ποίηση μόνο ένα παρηγορητικό δεκανίκι, χωρία άλλη δύναμη. Η ελευθερία κατακτάται μέσα από τους ανθρώπους. «…Άνθρωπος κάβος, Ελίζαμπεθ… Τα πιο δύσκολα βιβλία είναι οι άνθρωποι…». Και μιλάω για την ελευθερία στην ψυχή ενός ανθρώπου, την υπαρξιακή ελευθερία («υπαρκτική τη λέει ωραία ο
Ζουργός), όχι εκείνη την πολιτικά ή εθνοτικά εννοούμενη.
"…Η βεβαιότητα όμως είναι ο θάνατος της ελευθερίας…». Αυτή την αρχή άλλωστε, υπηρετεί και στη λογοτεχνική διάρθρωση της ιστορίας του (μάλλον λίγο το τέλος φαίνεται να είναι «κατώτερο» σε σχέση πάντα με την αρμονία και τη λογοτεχνική αρτιότητα που χαρακτηρίζει το βιβλίο στο σύνολό του, καθώς ο συγγραφέας υπηρετεί το είδος του μυθιστορήματος μέσα από την «αηδονόπιτα» υποτασσόμενος απολύτως στους κανόνες της Τέχνης στην κλασική της μορφή) ο δημιουργός. Καταρρίπτει βεβαιότητες που δημιουργεί στην πλοκή, όχι με καταιγιστικό ρυθμό, αλλά με καίριες ανατροπές ικανές να διατηρήσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. «…Τα όνειρα, ξέρεις, είναι σαν τ’ αγρίμια, ξεφεύγουν εύκολα, χτυπιούνται με μανία και φεύγουν ματωμένα, άλλα σέρνουν ένα σπασμένο ποδάρι…». Δεν είναι τυχαία προφανώς και η ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού που έχει φέρει την «αηδονόπιτα» στις λίστες των ευπώλητων. «…Φοβάμαι την αλήθεια, μα πιο πολύ φοβάμαι αν τυχόν αυτή δεν υπάρχει…».
Μπορεί το ιστορικό υπόβαθρο να είναι πολύ σημαντικό για το στήσιμο αυτού του μυθιστορήματος του Ζουργού, ωστόσο παραμένει απλώς ένα λειτουργικό –ακόμη και για την πλοκή- ψηφιδωτό. Ο αναγνώστης «αναγκάζεται» λόγω των επιλογών του συγγραφέα να παρακολουθήσει εκείνο που καίει τον ίδιο το δημιουργό: το νόημα που δίνει στην ελευθερία. («…Τι να τους κάνω εγώ τους ανθρώπους και τα καινούρια μέρη, αν η εσωτερική μου ζωή μένει ατροφική;…»). Αυτή η τελευταία για το μυθιστοριογράφο δεν έχει άλλο δρόμο να περάσει παρά τον έρωτα και την αγάπη* ως πράξεις ελευθερίας. Κάτι που έχει ανάγκη ο άνθρωπος σήμερα να πιστέψει στην άφιλη εποχή, την ισοπεδωτική που θέλει να τα καταργήσει όλα στο βωμό του συμφέροντος. «…Το συφέρο κάνει τους ανθρώπους θεριά…». Παρόλα αυτά μένει ιδιαίτερα πιστός στο ιστορικό υλικό που διαχειρίζεται εξαιρετικά ψύχραιμα, με διαύγεια και μαεστρία. Η γλώσσα του είναι μεστή, εξυπηρετεί στην εντέλεια τους ρυθμούς του κειμένου και διευκολύνει τον αναγνώστη να λάβει το μήνυμα της υπαρξιακής αγωνίας που θέλει να του περάσει ο συγγραφέας. («…Η ελευθερία είναι παιδεμός…Μια ζωή θερίζω όνειρα κι αλέθω θύελλες…»). Και μ’ ενδιαφέρει αυτό: η μορφή του κειμένου και η γλώσσα να είναι «ταχυδρόμοι», μην πω «υπηρέτες», της ουσίας του βιβλίου. Αν κάθεσαι και κοιτάς τους «αρμούς» και τις «ραφές» και τα «στριφώματα», χάνεις τη μαγεία των πέντε-έξι ουσιαστικών λέξεων που συνήθως θέλει να σου ψιθυρίσει ο συγγραφέας στ’ αυτί. Και ο Ζουργός κατορθώνει να αιχμαλωτίσει τον αναγνώστη του, να τον κερδίσει –με την εντιμότητα των ξεκάθαρων προθέσεών του θα έλεγα εγώ, εξαρχής. «…Θυμάμαι, εκείνο το τελευταίο απόγευμα, δε μου είχε δείξει την πολυθρόνα να καθίσω, μ’ άφησε να στέκομαι όρθιος, μήπως και κάνω το λάθος και ξεχάσω τη διαφορά που μας χώριζε…» (Μου θύμισε αυτό το βιβλίο τις καλές στιγμές του Νίκου Θέμελη στην «Αναζήτηση» και την «Ανατροπή», ως προς την ατμόσφαιρα κυρίως των ψυχικών τοπίων του Γκάμπριελ). «…Μην ξεχνάς, οι ξεσηκωμοί χρειάζονται και τους αφελείς…»