Η τέχνη της (μη) ανάγνωσης



(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 20/9/2008)


«…Καλλιεργημένος δεν είναι αυτός που έχει διαβάσει το ένα ή το άλλο βιβλίο αλλά εκείνος που μπορεί να βρει τον δρόμο του μέσα στο σύνολό τους και, άρα, γνωρίζει ότι συνθέτουν ένα σύνολο και είναι σε θέση να τοποθετήσει το κάθε στοιχείο σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα…»



Ο τίτλος του βιβλίου αναπόφευκτα ελκύει τον «ενοχικό» αναγνώστη. Εκείνον που νιώθει τύψεις, όταν αφήνει ένα κείμενο αδιάβαστο, όταν κλείνει ένα βιβλίο προτού φτάσει στο τέλος του, όταν αντιλαμβάνεται ότι όσο καλή διάθεση να έχει, δεν φτάνει η ζωή του για να διαβάσει πραγματικά όλη την κλασική γραμματεία και να παρακολουθεί ταυτόχρονα και την τρέχουσα δημιουργία. «Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει», υπόσχεται να μας βοηθήσει μέσα από τις σελίδες του ο Pierre Bayard στο ομότιτλο βιβλίο του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Ελπίδας Λουπάκη.
Πρόκειται για ένα δοκίμιο που ξεδιπλώνει με χιούμορ και ελαφράδα –όχι ελαφρότητα- την άποψη ότι δεν χρειάζεται κανείς για να είναι πραγματικά καλλιεργημένος (αλλά και να φαίνεται, βεβαίως ότι είναι) να έχει διαβάσει όλο το έργο του Σέξπιρ και του Ομήρου και του Τζόυς και του Δάντη. Παρέχει στο σύγχρονο αναγνώστη ο Pierre Bayard μια καλή δικαιολογία, ώστε να αποενεχοποιήσει μέσα του τις τυχόν αναγνωστικές του ελλείψεις. Φυσικά όμως και δεν απευθύνεται στον «αδιάβαστο» αναγνώστη ή βιβλιόφιλο ο συγγραφέας. Φυσικά και προϋποθέτει η ανάγνωση του δοκιμίου του μια πλούσια αναγνωστική εμπειρία προηγουμένως για να κατανοήσει κανείς τις λεπτές αποχρώσεις ανάμεσα στην καλλιέργεια, τη δημιουργία και την ανάγνωση.
Κυρίαρχο ρόλο στη σκέψη και την προβληματική του καθηγητή Bayard κατέχει η ιδέα της «συνοπτικής θεώρησης» του Μούζιλ η οποία όπως αναλύεται και ερμηνεύεται στο κείμενο, προσφέρει πραγματική ανακούφιση στον κάθε αναγνώστη που ντρέπεται για τις αναγνωστικές του «τρύπες» στη δική του ενδότερη βιβλιοθήκη που έχει στήσει σε όλη του τη ζωή. Όπως γράφει ο ίδιος, «…Η ανάγνωση είναι πρώτα απ’ όλα η μη ανάγνωση, ενώ ακόμη και για τους γνωστούς και αφιερωμένους αναγνώστες, η κίνηση της απόκτησης και του ανοίγματος ενός βιβλίου καλύπτει πάντα την αντίστροφη κίνηση η οποία, επειδή συντελείται την ίδια στιγμή, μας διαφεύγει…». Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι το ίδιο το βιβλίο είναι δομημένο ακριβώς με τη μορφή ενός εγχειριδίου-αποκυήματος αυτής της συλλογιστικής του Bayard, καθώς σε κάθε κεφάλαιο προηγείται η περίληψή του για εκείνους που προφανώς δεν έχουν -για τους δικούς τους λόγους- τη δυνατότητα να το διαβάσουν ολόκληρο. Η συνοπτική του θεώρηση μπορεί να αποδειχθεί, άλλωστε, το ίδιο χρήσιμη με την αναλυτική του ανάγνωση, για να μιλήσουμε και με τους όρους του πνεύματος του βιβλίου.

Πρόκειται για ένα κείμενο που μπορεί να «ενοχλήσει» ελαφρώς τον «συντηρητικό» αναγνώστη (ή καλύτερα εκείνον που δεν έχει βρει ακόμη το δρόμο του ανάμεσα στα βιβλία και που δεν έχει καταλάβει νωρίς ότι ο μόνος δρόμος είναι εκείνος που θα φτιάξει ο ίδιος και δεν θα περιμένει να πατήσει στο «σίγουρο» και φυσικά άχρηστο για τον ίδιο δρόμο που έχει διανοίξει κάποιος άλλος), αλλά σίγουρα τέρπει εκείνον που δεν φοβάται να υποκύψει στα γούστα και τα καπρίτσια της προσωπικής αναγνωστικής του «ταυτότητας». Σημαίνουσας αξίας είναι ο προβληματισμός που εγείρει για την ανάγνωση, αλλά και για την κοινωνική της επίδειξη ή αξιοποίηση από τον ίδιο τον αναγνώστη.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα τα όσα γράφει ο γάλλος συγγραφέας και ψυχαναλυτής για το «εσωτερικό βιβλίο» του κάθε αναγνώστη και δημιουργού. Εκείνο που «γράφει» ή διαβάζει ο αναγνώστης με βάση τα δικά του βιώματα, τις δικές του εμπειρίες, τα δικά του αναγνώσματα, τη δική του προσωπική θεώρηση εντέλει. Προτρέπει ο Bayard τους φοιτητές του (και τους αναγνώστες βεβαίως) –διδάσκει άλλωστε ο ίδιος Λογοτεχνία- να απελευθερωθούν από τα στεγανά, την ντροπή και τις προκαταλήψεις και να τολμήσουν να γίνουν δημιουργικοί, αφήνοντας τον εαυτό τους ελεύθερο να επινοήσει το δικό τους κάθε φορά βιβλίο. Γράφει χαρακτηριστικά, «…Το παράδοξο της ανάγνωσης είναι ότι η πορεία προς τον εαυτό μας περνά μέσα από ένα βιβλίο αλλά πρέπει να παραμείνει ένα πέρασμα. Γι’ αυτό ο καλός αναγνώστης προτιμά να διασχίζει τα βιβλία, καθώς γνωρίζει ότι το καθένα κουβαλάει ένα κομμάτι του εαυτού του και μπορεί να του ανοίξει τον δρόμο, εάν έχει τη σύνεση να μη σταματήσει σε κανένα απ’ αυτά…».

Να θυμηθούμε εδώ το Roland Barthes που χαρακτήριζε τη ζωντανή ανάγνωση, μια διαστροφική δραστηριότητα και θεωρούσε ότι η ανάγνωση έχει πάντα έναν ανήθικο χαρακτήρα, απομακρύνοντας έτσι από το δημιουργικό αναγνώστη οποιαδήποτε ενοχή. «...υπάρχουν νεκρές αναγνώσεις (καθυποταγμένες στα στερεότυπα, στις διανοητικές επαναλήψεις, στη συνθηματολογία) και υπάρχουν και ζωντανές αναγνώσεις (που παράγουν ένα εσωτερικό κείμενο, που προσομοιάζει σε μια δυνητική γραφή του αναγνώστη)...», για να δανειστούμε και το απόσπασμα από το βιβλίο «Απόλαυση-Γραφή-Ανάγνωση» (Εκδόσεις Πλέθρον)- με επίμετρο του Umberto Eco, όπου ο Roland Barthes αναφέρει ότι η ανάγνωση είναι ένα αντικείμενο-διακύβευση, μία λεία για την εξουσία, την ηθική.
Το βιβλίο του Bayard με σοβαρότητα, αλλά καθόλου σοβαροφάνεια, μπορεί να δράσει αρκούντως απελευθερωτικά για τον αναγνώστη εκείνον που ζητάει μερικά καλά και πειστικά επιχειρήματα για να δείξει ο ίδιος στον εαυτό του μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην αξία της αναγνωστικής του περιπέτειας και των πλεονεκτημάτων που απολαμβάνει, άμα είναι συνεπής στην αξιοποίηση της ισχύος του «εσωτερικού του βιβλίου». Γιατί το «…διάβασμα δεν είναι μόνο γνώση, είναι επίσης, και ίσως κυρίως, λήθη, και με τον τρόπο αυτό μας οδηγεί ν’ ανακαλύψουμε εκείνο που μέσα μας αποτελεί τη λήθη του εαυτού μας…», σύμφωνα με τον Bayard. Μπορεί ο ίδιος να παρέχει συμβουλές για το πώς να μιλήσουμε σε μια κοινωνική εκδήλωση για ένα βιβλίο που τυχόν δεν έχουμε διαβάσει, ωστόσο εκείνο που πετυχαίνει είναι να «οπλίσει» τον αναγνώστη του με το δυνατό «χαρτί» της αυτοεκτίμησης, αφού του δίνει καλούς λόγους να εμπιστευτεί την κουλτούρα και τη μόρφωσή του και να την αξιοποιήσει προς όφελος όχι μόνο δικό του, αλλά κι εκείνων που θα επηρεαστούν ίσως από την άποψή του.