Τα βιβλία δεν "περπατάνε", αλλά διαβάζονται

"...Ο καλλιεργημένος άνθρωπος, λοιπόν, θα πρέπει να προσπαθεί να κατανοήσει τις συνδέσεις και τις ανταποκρίσεις ανάμεσα στα βιβλία και όχι το κάθε βιβλίο ξεχωριστά, με τον ίδιο τρόπο που ο ελεγκτής σιδηροδρομικής κυκλοφορίας πρέπει να προσέξει τις σχέσεις μεταξύ των τρένων, τις συνδέσεις και τις ανταποκρίσεις τους, και όχι το περιεχόμενο του ενός ή του άλλου συρμού...", γράφει ο Pierre Bayard στο βιβλίο του που κυκλοφορεί στα ελληνικά -από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφρασης Ελπίδας Λουπάκη- με τον τίτλο "Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει".
Εγώ πάλι πιστεύω ότι για να κατανοήσει κανείς τις σχέσεις ακριβώς που συνδέουν τα βιβλία και να ανακαλύψει τις μαγικές (και συχνά κρυμμένες από την επιφανειακή θέα από μακριά -τηλε-θέαση-) διαδρομές της δημιουργίας, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να προσπαθεί να διαβάσει το καθένα ξεχωριστά καταρχάς και καταρχήν. Kαι για να μιλήσω με τις λέξεις του Bayard, το κάθε βιβλίο είναι ένα μικρό ή μεγάλο βαγόνι στην τεράστια σιδηροδρομική τροχιά που αποτελεί η ανάγνωση. Ο αναγνώστης αποφασίζει σε πιο θα επιβιβασθεί και θα παραμείνει απολαμβάνοντας ηδονικά της διαδρομή του ή από ποιο θα μαζέψει τα μπογαλάκια του και θα φύγει άρον άρον. Πάντως το τρενάκι το δικό του θα το στήσει και θα ταξιδέψει είτε αενάως, μόλις μάθει ανάγνωση κι έπειτα, είτε περιοδικά είτε και καθόλου, βρε αδερφέ! Άμα προτιμήσει τα αεροπλάνα ή τα αυτοκίνητα ή και το περπάτημα, απλώς θα χάσει τη μαγεία του Orient Express.
Δεν ξέρω αν είναι θέμα καλλιέργειας ή απλής ανθρωπιάς, αλλά το περιεχόμενο του κάθε συρμού δεν μπορεί να ξεχνάει ο ελεγκτής της κυκλοφορίας ότι είναι άνθρωποι, ακόμη κι αν δεν τους γνωρίζει τον καθέναν ξεχωριστά, ακόμη κι αν δεν ξέρει τις σχέσεις που τους ενώνουν ή τους απωθούν. Και όπως οφείλει το κέντρο να είναι ο άνθρωπος στη λειτουργία ενός τρένου και όχι η ράγα ή ο συρμός από μόνος του, έτσι και με τα βιβλία.
Πρόσφατα με ρώτησαν για ένα βιβλίο αν "περπατάει". Απάντησα ότι τα βιβλία δεν "περπατάνε", αλλά διαβάζονται. Φοβάμαι ότι δεν έγινα κατανοητή και πάλι. Συνέχισαν να με ειρωνεύονται με τάχα μου μάγκικο ύφος πιάτσας -Ποιας πιάτσας; Των ταξί;- ότι δεν κατάλαβα. Δυστυχώς, είχα καταλάβει από τη μία και μοναδική ερώτηση ότι σ' αυτή τη χώρα που οι άνθρωποι δεν διαβάζουν όταν περπατούν -σχεδόν σταματούν και να περπατούν πια, άλλωστε-, είναι πιο εύκολο ένα βιβλίο να "περπατάει" παρά να διαβάζεται...
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεως και περπατάω και διαβάζω και χωρίς το τρένο -και το δικό μου της "ανάγνωσης", αλλά και το άλλο του ΗΣΑΠ- δεν περνάει ευχάριστα η καθημερινότητα.