"pane e tulipani" (ψωμί και τουλίπες)

έβλεπα χθες το βράδυ στην ΕΤ1 την ώρα που η Μαρία η Άσχημη παντρευόταν τον Αλέξη Μαντά. Ε, ναι το είχα μαντέψει και μου το επιβεβαίωσε και η μαμά μου στο τηλέφωνο, "Μα, χαζή είναι; Γιατί δεν πήρε το Φίλιππο;".
Δεν ξέρω, μαμά.
Εγώ έβλεπα μια καταπληκτική ταινία ιταλική -την είχα ξαναδεί, την έχω σε dvd, αλλά δεν τόλμησα ούτε για ένα δευτερόλεπτο να αλλάξω κανάλι- με αισθαντική μουσική, πρωταγωνιστές κανονικούς στην όψη, καθημερινούς ανθρώπινους, και συναισθήματα βαθιά ανθρώπινα, γλυκά, τρυφερά και σκληρά μαζί: "pane e tulipani"
Νωρίτερα το απόγευμα είχαν καταφθάσει στο γραφείο τα ομορφότερα λουλούδια που έχω λάβει ποτέ και για τον καλύτερο μέχρι τώρα λόγο που έχω λάβει άνθη. Το χαρτί του ανθοπωλείου έγραφε "μπουκέτο με τουλίπες". Αλλά ήταν βαθιά πορτοκαλί φωτεινά και μοσχοβολιστά τριαντάφυλλα. Τουλίπες της ψυχής. Ήταν για να μην ξεχάσω την ταινία το βράδυ. Την ίδια ώρα, έφτανε ένα μέιλ που έλεγε για τα άνθη που κόβονται και τίθενται σε κοινή θέα. Δίνουν χαρά, μην το σκέφτεσαι, είπαμε, εσύ. Οι εγωισμοί στην άκρη. Σε ένα διαφημιστικό διάλειμμα στη διάρκεια της προβολής της ταινίας, ξαναδιάβαζα το κομμάτι (από τη στοίβα με τις εφημερίδες που ξαναδιαβάζονται όλη την εβδομάδα) του κ. Νίκου Γ. Ξυδάκη από την Καθημερινή της Κυριακής, "Άνθη της μνήμης".
Κάτι γινόταν χθες με τα λουλούδια... Κι έκλεψα την ιδέα του άρθρου για να γράψω για τα δικά μου μυριστικά.

Για το γιασεμί που με περιμένει στο χωριό. Έχει απλώσει τις ρίζες και τον ιστό του στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Μόλις το δω, ξέρω ότι έφτασα σπίτι μου. Ο κήπος απέναντι του παππού. Εκεί μέσα μεγάλωσα. Οι πρώτες φωτογραφίες της ζωής μου βγήκαν εκεί. Το ροζ σκουφάκι και η ροζ κουβερτούλα μες στη μέση του ήταν το πρώτο μου ντεκόρ για προσωπικό μωρουδιακό ενσταντανέ. Είχε προηγηθεί μήνες πριν η φωτογραφία του νεογέννητου στην αγκαλιά της μαμάς του με τη σατέν κιμονό βαθυπράσινη ρόμπα.
Χωρίς τον παππού ο κήπος είναι πια ξένος, αλλά εγώ θα αλωνίζω με το μυαλό μου στις παιδικές μου αναμνήσεις. Τότε που έσπαγα τα καλοκαιριάτικα τζίνια και τους καντηφέδες με την μπάλα για να παίζω "τα δέκα παιχνίδια", μοναχοπαίδι ακόμα γαρ. Τότε που τρύπαγα με καρφίτσες τις μέλισσες κι έσπαγα τα φτερά των πεταλούδων. Ακόμη η γύρη από τα λεπτά φτεράκια τους τρίβεται στα χέρια μου. Οι ενοχές μου εμένα θα είναι πεταλούδες και όχι ερινύες.
Ο δυόσμος της γιαγιάς, πυκνός και πλατύφυλλος. Ο βασιλικός στο αυτί του μπαμπά. Η ματζουράνα στα χέρια του. "Άντε, αγάπη μου, να φέρεις λίγο βασιλικό για τις μελιτζάνες και λίγο δυόσμο για τα γεμιστά", η φωνή της μαμάς.
Το χειμώνα, μετά το σχολείο, με τις πλαστικές κίτρινες παιδικές μου γαλότσες αλώνιζα στα χωράφια με τις πικρούνες και τα σπαράγγια. "Μπαμπά, αυτό καλό είναι; Να το κόψω για το βράδυ;" Η μερίδα του πιτσιρικιού που παίζει. Α, μάζευα και "μέταλλα", λέει. Όλο "θησαυρούς" συνέλεγα, άνθρακες δηλαδή. Μαθημένη από τότε. Και στα πρώτα γιουρούσια της κοριτσίστικης συμμορίας της πάνω γειτονιάς για παπαρούνες. Με τι χαιρόμασταν τότε... Μια χούφτα μπουμπούκια κλειστά παπαρούνες αρκούσε.
Μετά Αθήνα. Πάντα όπου ζω, ξεφυτρώνει στα πιο απίθανα μέρη ένα γιασεμάκι. Παλιά ένας ηχολήπτης σε ένα ραδιοφωνικό στούντιο μάζευε και αποξήραινε τα δικά μου που ξέχναγα πάνω στις κονσόλες του. Δεν ξεραίνεται η ανθρωπιά με τίποτα. Μετά κάποιος μου πρόσφερε στο δρόμο για το γραφείο, στο κέντρο της πόλης. Γιασμίν.
Η γιαγιά τώρα δεν θα ξαναφτιάξει μπιφτέκια για να τρέξω με ορμή να κόψω δυόσμο ούτε σαβόρι για να της πάω δεντρολίβανο. Πάει καιρός που δεν εφοδιάζω με δαφνόφυλλα τη μαμά για τις φακές. Περιμένω με λαχτάρα να ξαναδώ το βασιλικό στ' αυτί του μπαμπά, αλλά ξέρω ότι ο παππούς θα είναι πάλι ευχαριστημένος από κει που βρίσκεται, μόνο άμα φτιάξω το δικό μου ολόδικό μου, καινούριο και μοσχοβολιστό κήπο της ζωής. Με "πατατούλες" ζουμπουλιών και τουλίπες, με "ζαχαροκάλαμα" και σκυλάκια, με κινέζικα γαρύφαλλα και φυσικά βιολέτες. Το γιασεμί στην είσοδο για να ξέρω ότι γύρισα σπίτι.