Οι περιπέτειες ενός εμιγκρέ στο Παρίσι του Μεσοπολέμου

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 23/2/2008)

«…Έχω λεβαντίνικη και ταπεινή καταγωγή, είμαι ένα κράμα ελληνικού και ιταλικού αίματος, αυτό που εσείς ονομάζετε μέτοικο. Δεν τις ξέρετε εσείς αυτές τις οικογένειες των περιπλανώμενων, που σπέρνουν παντού και τραβάνε δρόμους τόσο διαφορετικούς, ώστε κάποιοι που ανήκουν στην ίδια γενιά αλλά βρίσκονται σε διαφορετικά μέρη να πουλάνε χαλιά και καρύδες με μέλι στις πλαζ της Ευρώπης, και κάποιο άλλοι να είναι πλούσιοι, μορφωμένοι, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, κι ούτε να γνωρίζονται μεταξύ τους. Έχουν το ίδιο όνομα και αγνοούν ο ένας την ύπαρξη του άλλου…»



Η ασθμαίνουσα ανάσα του κυνηγημένου ζώου, ο φόβος του ξένου ανάμεσα σε ξένους, η αδρεναλίνη που εκκρίνεται στον αγώνα της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης, διαπερνούν τις γραμμές στο μυθιστόρημα της Ιρέν Νεμιρόβσκυ, «Ο κύριος των ψυχών» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση της Έφης Κορομηλά και με πρόλογο των Ολιβιέ Φιλιππονά και Πατρίκ Λιενάρντ. Να σημειώσω ότι η μετάφραση διατηρεί ένα ρυθμό και νεύρο στην αφήγηση που κάνει την ανάγνωση δύσκολο να διακοπεί.

Είναι οι περιπέτειες ενός ξένου και κυνηγημένου ακόμη και από τον ίδιο του τον εαυτό. «…Πουθενά ακόμη δεν είχε νιώσει ότι βρισκόταν στο σπίτι του…»Είναι εκείνος που θα αναγκαστεί να πουλήσει την ψυχή του, μήπως και βρει την πολυπόθητη ισχύ που θα του εξασφαλίσει το σεβασμό που δεν μπορεί να κερδίσει φυσικά με την ταπεινή καταγωγή του ούτε καν με την ιατρική του ιδιότητα. «…Γι’ αυτούς, ήμουν ένας ανέστιος, ο Έλληνας, ο ξένος, ο άπιστος…» Ο βωμός του κέρδους θέλει θυσίες που ο Ντάριο Άσφαρ ευχαρίστως θα προσφέρει, καταπατώντας τους ιερότερους όρκους της ζωής του, προκειμένου να πάψει να ζει στη λάσπη και τη μιζέρια του ανώνυμου και ανυπεράσπιστου πλήθους. Η πείνα του θα γίνει ο κινητήριος μοχλός της ανόδου του στην υψηλή κοινωνία της Γαλλίας στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Και η πείνα δεν γνωρίζει κανένα ιερό και όσιο. «…Δεν υπάρχει τίποτα να φοβάμαι τόσο όσο τη φτώχεια. Όχι μόνο επειδή τη γνώρισα, αλλά επειδή πριν από μένα τη γνώρισαν και γενιές ολόκληρες δυστυχισμένων. Ναι, κουβαλάω μέσα μου μια ολόκληρη γενιά πεινασμένων* δεν έχουν χορτάσει ακόμη, δε θα χορτάσουν ποτέ!…»

Ο ήρωας της Νεμιρόβσκυ πλάθεται μέσα από το σφρίγος και τον παλμό μιας γραφής που δεν έχει να κάνει σε τίποτα με την κακώς εννοούμενη «γυναικεία». Στο πέρας της ανάγνωσης, άνετα μπορεί να πιστέψει ο αναγνώστης ότι την ιστορία αυτή του τη διηγήθηκε ένας άντρας. Είναι τα στοιχεία εκείνα του κυνισμού που αποκαθάρουν το κείμενο από οτιδήποτε περιττό ή άτοπα συναισθηματικό που θα αφαιρούσε από την αξιοπιστία του κεντρικού της πρωταγωνιστή.

Η οξυδέρκεια της συγγραφέως και ο τρόπος της να εμβαθύνει στην ουσία προχωρά το βιβλίο της λίγο παραπέρα: να καταστεί ένα προφητικό κείμενο. Το μυθιστόρημα γράφτηκε ένα-δυο χρόνια πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ήδη ο ήρωας του βιβλίου, Φιλίπ Βαρντ, στους εφιάλτες του βιώνει τη φρίκη του πολέμου που θα επακολουθούσε. Συγκινητικό να διαπιστώνει ο αναγνώστης ότι το γυναικείο ένστικτο της Ιρέν Νεμιρόβσκυ –που βρίσκει χώρο να υπάρξει στο κείμενο- βλέπει από νωρίς το κακό που πλησιάζει και που τελικά θα της στερήσει και τη ζωή της ίδιας, αφού πέθανε σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως λόγω της εβραϊκής καταγωγής της. «…Η φυγή ήταν γι’ αυτόν το μόνο επιθυμητό γιατρικό. Εκεί που άλλοι δουλεύουν περισσότερο ή ψάχνουν να βρουν τη λήθη στο κρασί ή στις γυναίκες, εκείνος ονειρευόταν γρήγορα τρένα και ξένες πόλεις, κι ας ήξερε καλά ότι μόνο δυστυχία και φτώχεια θα ‘βρισκε και σ’ αυτές, αλλά μια φτώχεια αλλιώτικη, ίσως…»

Ο κοινός τόπος της δημιουργού με τον πρωταγωνιστή του βιβλίου είναι η ψυχολογία του ξένου και αποδιωγμένου, εκείνου που τίθεται στο περιθώριο. Κι εκείνη έφυγε με την οικογένειά της από την Αγία Πετρούπολη, με την Οκτωβριανή Επανάσταση, έζησε ένα χρόνο στη Φιλανδία και ύστερα βρέθηκε στο Παρίσι όπου και σπούδασε στη Σορβόνη. Η διαφορά της είναι ότι εκείνη είχε την οικονομική άνεση και τη πολυτέλεια να μην υποστεί όλες αυτές τις ταλαιπωρίες που περνάει ο Ντάριο Άσφαρ και δικαιολογούν μέχρι ένα σημείο την πορεία του προς την τέλεια ηθική κατάπτωση. «…Τον ίδιο λαχνό που η μοίρα είχε τραβήξει για όλους αυτούς, για τον λεβαντίνικο συρφετό, για τους αδερφούς του, είχε τραβήξει και για τον ίδιο από τα παιδικά του κιόλας χρόνια, τον λαχνό μιας ζωής με τυχοδιωκτισμούς και κομπίνες…» Ωστόσο, ήξερε καλά η ίδια τι σημαίνει να μην σε αποδέχονται και να νιώθεις ότι δεν βρίσκεις απάγκιο πουθενά, αφού ακόμη κι όταν είχε αναγνωριστεί η ίδια ως σημαντική συγγραφέας, το 1938 αρνήθηκαν σε κείνη και την οικογένειά της να πάρει τη γαλλική υπηκοότητα.

«Ο κύριος των ψυχών» όπου βρίσκει κανείς και τη μόδα της εποχής, την ψυχανάλυση, να τίθεται στο στόχαστρο της δημιουργού, ανασυνθέτει λογοτεχνικά και ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ψηφιδωτό της κοινωνίας, της τάχα μου υψηλής που διψά για χρήμα, αναγνώριση, σεβασμό. Οι κοσμικοί κύκλοι της εποχής και ο ειρωνικός τρόπος που ανιχνεύει τις συμπεριφορές τους η Νεμιρόβσκυ, θυμίζει σε πολλά σημεία και τον ομότεχνό της Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, τον πιο «ευρωπαίο» από τους αμερικανούς συγγραφείς, ο οποίος –τι ειρωνεία!- στην Ευρώπη αντιμετωπίζονταν ως «ο Αμερικανός» και στην Αμερική ως «ευρωπαϊκού» αέρα και νοοτροπίας δημιουργός. Μόνο που στη Νεμιρόβσκυ δεν θα βρούμε τον κοσμοπολιτισμό και τη λάμψη των διαμαντιών, αλλά το χλευασμό μέσα από ένα πρίσμα ηθικής θεώρησης του «σάπιου κόσμου» που βρίσκεται πίσω από την απαστράπτουσα επιφάνεια.

Ο τσαρλατάνος γιατρός που μεταβλήθηκε από ένα σημείο κι ύστερα ο βασικός ήρωας του βιβλίου, «ο κύριος των ψυχών» αυτοπροσώπως, του οποίου τις υπηρεσίες αναγνωρίζει η σαθρή ψευτιά των κοσμικών μόνο όταν ενδυθεί την αντίστοιχη υποκρισία κι εκείνος από την πλευρά του, έρχεται αντιμέτωπος –χωρίς πολλούς ενδοιασμούς μπροστά στην πείνα που καραδοκεί, είναι η αλήθεια- με τον ίδιο του τον εαυτό: να ξεπουλήσει την ιατρική του τιμή για μια χούφτα φράγκα που θα τον βγάλουν από τα χρέη του. Ο γιος του, ο καλοζωισμένος νεαρός που δεν γνώρισε τη φτώχεια και την ανέχεια, θα γίνει ο καθρέφτης της συνείδησής του, αλλά θα την απαρνηθεί κι αυτή ο Ντάριο Άσφαρ.