Εκείνος που ζωγράφισε το πικρό παραμύθι του κόσμου

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 20/10/2007)

«…Κομμάτι δύσκολο να προσδιορίσει τι γύρευε από τα πινέλα του. Αλλά δεν ήθελε να μείνει καρφωμένος σ’ ένα μονοδιάστατο καλλιτεχνικό επίπεδο, Ποθούσε να δώσει το μοναδικό και το υπερούσιο, την ύπαρξη μαζί και την ανυπαρξία στις μορφές του την αγνή πνευματική έξαρση και τη δύναμη της αντίστασης στην οποιαδήποτε δουλοσύνη…»

(The tears of St. Peter,1603-1607,Oil on canvas102 x 84 cmHospital de San Juan Bautista de Afuera, Toledo)


Ο Πάμπλο Πικάσο τον θεωρούσε «πατέρα» του στη ζωγραφική. Ο Πωλ Σεζάν είχε δεχθεί πρώτος τις επιρροές του, ως πρόδρομος του κυβισμού ο ίδιος. Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε βιβλίο για να εκφράσει τον απεριόριστο θαυμασμό του. Ο Τζάκσον Πόλοκ επηρεάστηκε κι αυτός από το έργο του. Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε δέχθηκε κι εκείνος την επίδρασή του, αλλά στην ποίησή του. Όλα αυτά στον 20ο αιώνα μόνο. Γιατί, πριν, είχε αγνοηθεί από τους ομότεχνούς του σχεδόν για τέσσερις αιώνες, και μόνο ουμανιστές και διανοούμενοι είχαν παραδεχθεί και «διασώσει» τη μεγαλοπρέπειά του. Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος έμελλε να ζήσει για πάντα, μέσα από την πνοή που είχε εμφυσήσει στην ίδια του τη δημιουργία που βοούσε «ελευθερία».
Τη μυθιστορηματική του βιογραφία με τίτλο «ΕΛ ΓΚΡΕΚΟ, Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ –Η ζωή του σαν μυθιστόρημα» έγραψε ο αείμνηστος Δημήτρης Σιατόπουλος και κυκλοφόρησε πάλι –συμπληρωμένο και στην τελική του μορφή- από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, με πρόλογο του Γιάννη Σμαραγδή, ο οποίος και βάσισε το σενάριο της ταινίας του που παίζεται αυτές τις μέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες, πάνω σ’ αυτό το έργο. Το έργο αυτό του Δημήτρη Σιατόπουλου είχε παρουσιαστεί αρχικά ως πλατύ θεατρικό κείμενο, σε πολλές συνέχειες στο ραδιόφωνο το 1975. Αργότερα, αναπλασμένο και τεκμηριωμένο δημοσιεύτηκε στη Βραδυνή σε καθημερινές συνέχειες, από 16 Μαϊου ως 16 Αυγούστου 1976. Το 1977 εκδόθηκε σε βιβλίο και την επόμενη χρονιά, το 1978, τιμήθηκε με το Πρώτο κρατικό βραβείο λογοτεχνίας.
Το 1978, τη χρονιά που εγώ γεννιόμουν, αυτό το έργο βραβεύθηκε. Ως ελάχιστο φόρο τιμής στο Δημήτρη Σιατόπουλο, διευθυντή της Φιλολογικής Βραδυνής (από το 1976 έως το 1987, μετά τη συνταξιοδότηση, δηλαδή, του ιδρυτή της Μπάμπη Κλάρα), γράφω 29 χρόνια μετά τούτο το κείμενο, για τη γραφή του και για τη μεγάλη ετούτη μορφή του Ελ Γκρέκο που αποφάσισε εκείνος να ιστορήσει το ταλέντο, τη ζωή και το έργο του. «…Δε γυρεύει να ομορφήνει τη ζωή με τη ζωγραφική του, που ‘ναι πιότερο θρησκευόμενη. Ούτε να καλυτερέψει την αγιοσύνη με παχουλές αρχοντοπαναγιές και καλοθρεμμένα Χριστόπουλα, που ζωγραφίζουν στη Δύση. Θέλει να εικονίσει την αλήθεια…»
Με ωραία γλώσσα, βαθιά λογοτεχνική, ο Δημήτρης Σιατόπουλος αφηγείται το βίο και την ιστορία, τα πάθη και το ενδότερο πάθος του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου για το πνεύμα και την ομορφιά του. Με χρώμα* ό,τι ακριβώς είναι και η ζωγραφική. «…Με τίποτα υλικό δεν αδερφωνόταν. Εκεί, στο μισοσκότεινο σπήλιο, θαρρούσε πως αντάμωνε την αληθινή λύτρωση. Μακριά από φως κι από λόγια. Από χρώματα που κραύγαζαν κι αδυναμίες που τυραγνούσαν…» Η ζωή του μεγάλου δημιουργού αναπλάθεται συνολικά. Ακολουθεί ο αναγνώστης τα χνάρια του από το γενέθλιο τόπο της Κρήτης, στη Βενετία που ζυμώθηκε με τις επιδράσεις της Ιταλικής Αναγέννησης η τέχνη του, μέχρι τη Μαδρίτη και το Τολέδο -της Ιεράς Εξέτασης- όπου και καταξιώθηκε και βγήκε αλώβητο το έργο του Ελ Γκρέκο μέσα από τις πύρινες γλώσσες του σκοταδισμού και του θρησκευτικού φανατισμού. «…από την ψυχή του λαού αναβλύζει ένα μυστηριακό φως. Αρκεί να ‘χεις μάτια να το ιδείς. Έρχεται απ’ τ’ ανθρώπινα βάθητα κι ανυψώνεται δραματική αποκάλυψη κι ακτινοβολία. Ένα φως που εντός του ορχιούνται η άπραγη ψυχή και η σάρκινη λεπτομέρεια της ζωής, με τις σοφές πρωτεϊκές της αισθήσεις…»
Ο αναγνώστης παρακολουθεί ανάγλυφα και ζωντανά να ξεδιπλώνεται μπροστά του όχι μόνο ο καλλιτέχνης Ελ Γκρέκο, αλλά και ο άνθρωπος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Εκείνος με την αδυναμία για το ωραίο φύλο. Οι γυναίκες της ζωής του που καθόρισαν και το ρουν της καλλιτεχνικής του εξέλιξης, διαδραμάτισαν μείζονα ρόλο είτε ως άμεση ή έμμεση επίδραση στην πυρετική του ενασχόληση είτε ως ακέραια αντίδραση στις δικές τους προτιμήσεις. «…Ο καλλιτέχνης είναι μια ευθύνη. Μια ευαίσθητη χορδή που ο ήχος της εκφράζει την πολυτάραχη ζωή. Και φτάνει βαθιά στις καρδιές…» Την καλλιτεχνική φύση του Θεοτοκόπουλου αποδίδει στο ακέραιο ο Δημήτρης Σιατόπουλος στο βιβλίο του αυτό, προκρίνοντας συχνά και τη βαθιά ερμηνεία του έργου του που έλαβε χώρα κυρίως στη διάρκεια του περασμένου αιώνα. «…Παραβιάζω τη φύση, για να την εκφράσω. Παραβαίνω τους κανόνες της ύλης, για να δώσω μέσα στο καλλιτέχνημα τις διαστάσεις του πνεύματος…»
Όλες οι περίοδοι της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Ελ Γκρέκο έχουν μελετηθεί κι αναλυθεί ιδιαίτερα στο βιβλίο, με το συγγραφέα να αναπαριστά πειστικά –ακόμη και στο ύφος της γλώσσας που βάζει το στόμα των ηρώων του να ομιλείται- την κάθε εποχή με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. «…Μ’ ενδιαφέρει κάθε τι που γλιτώνει τον άνθρωπο από το άλεσμα του καιρού…»
Και γλίτωσε από το αλέτρι του χρόνου ο Θεοτοκόπουλος, υπηρετώντας τον ουσιαστικό ανθρωπισμό, σμίγοντας την υψηλή τεχνική της ζωγραφικής που είχε αναπτυχθεί στη Δύση με το ανεξίτηλο στον καιρό υπόστρωμα του πλούσιου ψυχισμού και της πνευματικότητας της Ανατολής. «..Η αλήθεια του κόσμου δε βρίσκεται στα ψυχρά ερέβη του απείρου, αλλά στον πυρίκαυστο χώρο της καρδιάς μας…» Μια καλλιτεχνική ψυχή που αγωνίστηκε να διατηρήσει την αυτονομίας της, κυνηγώντας την ελευθερία ψυχής και σώματος, για κείνον και την Τέχνη του, για κείνον και την πατρίδα του την Κρήτη υπό βενετσιάνικη κατοχή τότε, για κείνον και τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, ιδίως εκείνον του μέλλοντος. «…Αλίμονο στις καρδιές που θέλουν κλειδιά για ν’ ανοίξουν…» Αφήνοντας ξεκλείδωτη τη δική του καρδιά και κυριαρχώντας στα πινέλα και τα χρώματά του με όλη του την κρητική ψυχή, έμπασε μέσα σ’ αυτή κι εμάς, λαθραία* να μάθουμε να κοιτάμε τον κόσμο από μέσα προς τα έξω, χωρίς να χάνουμε τη φρεσκάδα της ανθρωπιάς και την παιδικότητα που χρειάζεται η ελπίδα μας για να επιβιώνει. «…Αιώνια παιδιά οι καλλιτέχνες. Δε μεγαλώνουν. Μπορεί να γεράζουν μέσα στον αγώνα της δημιουργίας, όμως μένουν άγουροι…»