Η βασίλισσά του


ήταν όνομα και πράγμα. Ρεγκίνα. Με "γκ" για να ξεχωρίζει από την άλλη τη λατίνα "reggina" που αγαπούσε τα ρόδα. Αυτοκίνητο δεν οδηγούσε και για μηχανάκι ήταν μεγάλος πια, δεν του πολυάρεσε. Άλλωστε χρειαζόταν χώρο για να κουβαλάει τα σύνεργά του και ήταν πολλά αυτά. Σχοινιά, σύρματα, λάστιχα, σκαλιστήρια, πριόνια, κλούβες πλαστικές, σακούλες, λιπάσματα, φυτοφάρμακα και ό,τι άλλο έβαζε ο νους του πιο εργατικού γεωργού που μπορεί κανείς να φανταστεί.
Γιατί αυτό ήταν ο μπαρμπα-Μανώλης ο Σκαλίδης ή χαϊδευτικά Καψαμπέλης ή Σκαλιδάκης ανάμεσα στους παλιούς αγαπημένους συγγενείς του σογιού. Τέτοιο σόι που συναντιέται συνήθως μόνο σε κηδείες και κλαίει από χαρά, γιατί βρέθηκε. Συναισθηματικό σόι εκείνο του παππού, το άλλο της γιαγιάς μάλλον τις σάρκες του τρώει χρόνια τώρα, και δεν μείνανε πολλοί από δαύτους. Χώμα γινήκανε πρόσφορο από κείνο που καλλιεργούσε με τόση επιμέλεια και προσήλωση όλη του τη ζωή ο παππούς ο Μανώλης. Το ο με ωμέγα. Παλιός Μανώλης, όχι από τους καινούριους με όμικρον. Κι εγώ τους Μανώληδες θα τους γράφω πάντα με ωμέγα. Για τον παππού. Γιατί τι είναι η γλώσσα, αν δεν είναι μνήμη;
Ο παππούς, λοιπόν, οδηγούσε τη ρεγκίνα του. Το τρίκυκλο όχημα με τη φαρδιά καρότσα που κουβάλαγε στα Νήπια της αδερφής μου, τσούρμο πιτσιρίκια κάθε μέρα στις 12.30 που σχολούσαν τα Νηπιαγωγεία και τα μοίραζε σπίτια τους. Την κόκκινη σιδερένια βασίλισσά του που ξεχώριζα από μισό χιλιόμετρο μακριά το θόρυβό της κι έβγαινα στο μπαλκόνι και προειδοποιούσα τη γιαγιά "Ο παππούς έρχεται, μην του φωνάξεις". Κι εκείνη πολύ που με άκουγε, έβγαινε έξω, καραδοκούσε στην άκρη της αυλής και του έμπηγε γοερά -πιο γοερά δεν γινόταν- παράπονα. "Πού είσαι, ρε άνθρωπε; Πού έχεις χαθεί από το πρωί; Έχω μαγειρέψει και το φαϊ έγινε μπούζι, εσύ δεν φάνηκες. Σε περιμένω να φάμε και νύχτωσε. Ε, δεν έχεις μυαλό, εσύ, θα ψοφήσεις στα χωράφια. Ρε αχαϊρευτε, εμένα δεν με σκέφτεσαι; Θα με πεθάνεις" κλασική η επωδός της, αλλά πέθανε εκείνος πρώτος για να μην την ακούει. "Σταμάτα ρε γιαγιά να του φωνάζεις. Σταμάτα πια". "Έλα, γυναίκα, στο περιβόλι ήμουνα. Σου έχω φέρει κάτι ζωχούς άλλο πράμα και πορτοκάλια. Βρήκα και τον καστανά στο δρόμο που ερχόμουνα κι έφερα για το βράδυ να ψήσουμε στη σόμπα" Τι να του πεις μετά του νοικοκύρη; Άμα μπορείς βρίσε τον. Η γιαγιά μπορούσε. Μέχρι κοντά και το τέλος που καταλάβαινε ότι θα μείνει μόνη. Κι έμεινε μόνη. Του είπε πόσο τον αγαπούσε, μόνο στο τέλος φυσικά δημοσίως. Μπορεί εκείνος να το ήξερε πάντα, γιατί πιο υπομονετικό άνθρωπο δεν έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Και αφού πέθανε ο παππούς, ένα χρόνο τώρα λείπει -τον περιμένουμε αργά τα απογεύματα, αλλά δεν έρχεται με την ρεγκίνα του να μας φέρει κάστανα- εκείνη αυτομάτως κατέβασε το διακόπτη και έχασε το μυαλό της.
Ο παππούς μου, λοιπόν, με αγαπούσε πολύ. Είχε τα πιο υγρά μάτια του κόσμου που είχαν δει πολλά και τα κληροδότησε τα ίδια και χειρότερα υγρά στον μπαμπά μου. Όταν ήμουν μικρό κοριτσάκι με άφηνε να του χτενίζω τα μαλλιά για να παίζω, τις δυο τρίχες που είχε στο κεφάλι του. Πριν πάω σχολείο ακόμη, ούτε νήπιο να φανταστείτε, επέμενε να μάθω να γράφω. Κι έμαθα. Αργότερα, όταν έφυγα από το χωριό για τας Αθήνας, μόλις είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν ευρέως τα κινητά, ο παππούς αγόρασε πρώτος κινητό. Πρώτος κι από μένα. Τις Κυριακές το πρωί -για να μη με ενοχλήσει άλλη μέρα, μόνο άμα ήθελε πολύ να μου μιλήσει- με έπαιρνε τηλέφωνο. Σαν να ακούω τη φωνή του. Δεν θα ξεχάσω ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή μου που είχε αφήσει. "Ρούλα μου, εγώ ο παππούς σου είμαι". Ήταν αυτό που λέει το τραγούδι, ρωτούσε για τη νύχτα και τη μέρα μου και φυσικά την καριέρα μου. Άνθρωπος της Κατοχής, φοβόταν για το μέλλον και δούλευε γι' αυτό πολύ σκληρά. "Πόσος είναι ο μισθός σου τώρα; Περνάς καλά; Πήρες αύξηση;" Μόνο ο παππούς τα ρώταγε αυτά. Κανένας άλλος.
Για τον κήπο του παππού τι να πω. Λες κι από ειρωνεία απίστευτη, αυτός ο κήπος μόλις έλειψε ο παππούς ανθίζει με μια άγρια οργιώδη χαρά. Να θυμίζει την παρουσία που δεν είναι πια δίπλα μας. Να θυμίζει το καλλιεργητή και ιδιοκτήτη του που τον λάτρευε.
Ο παππούς εκείνο που αγαπούσε πολύ ήταν τα ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ. Από κάθε πράγμα. Όλα τα έπαιρνε πολλά για ώρα ανάγκης. Στο σούπερ μάρκετ και τα μαγαζιά πήγαινε κι αγόραζε ό,τι καινούριο έβγαινε στην αγορά για να το δοκιμάσει. Μα, με εκείνο που με τροφοδοτούσε μονίμως, ήταν μπαταρίες για το μαγνητοφωνάκι μου. Με γέμιζε κιλά από δαύτες. Έχω ακόμη να σκεφτείτε κι ας έχουν λήξει. Πρέπει να τις πάω για ανακύκλωση αλλά δεν μου κάνει καρδιά. Οι μπαταρίες του τελείωσαν.
Ρούλα μου, έλα, σου πήρα μπαταρίες. Ο παππούς σου.
Στη μνήμη του