Η συμφιλίωση με το θάνατο και τη ζωή

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 25/8/2007)



«…Η χαιρεκακία στο χώρο της δουλειάς είναι ένα ψυχικό τέχνασμα για να μη νιώθεις εκατό τοις εκατό νεκρός. Επιπλέον, το σούσουρο είναι πάντα χρήσιμο στις εφημερίδες…»



Ένα καυκασιανό χαλί να θέτει τα όρια της ζωής της. Τα όρια του ψυχικού της κόσμου. Του οικογενειακού «παραδείσου» που χάθηκε, χωρίς δική της υπαιτιότητα. Η παιδική της ηλικία την έσπασε στα δυο. Ένας τοίχος έμεινε να χωρίζει το βίο και τα βιώματά της. Σαν σύγχρονη Περσεφόνη, η ομώνυμη ηρωίδα της Αμάντας Μιχαλοπούλου στο νέο της μυθιστόρημα, «Πριγκίπισσα Σαύρα», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, έρχεται αντιμέτωπη με την απώλεια της μητέρας της, τρία χρόνια μετά το θάνατό της. «…Μερικές φορές οι πιο απίθανοι άνθρωποι έρχονται και σκαλίζουν το κεφάλι σου και σε αναγκάζουν να θυμηθείς…»
Εκείνη διάσημη συγγραφέας, η Θεώνη Πολυδούρη, που «τεμάχισε» την ευτυχία και τη ζωή της, τον ίδιο της τον εαυτό, με το επώδυνο λογοτεχνικό «νυστέρι». Έχει αφήσει ανεξίτηλα ίχνη, όχι μόνο στους φανατικούς αναγνώστες της, μετά την «αναχώρησή» της, αλλά πάνω απ’ όλα στη ζωή της κόρης, του γιου, του πρώην άντρα και της μικρούλας εγγονής της. Η σκιαγράφηση του ψυχισμού της αυταρχικής Θεώνης Πολυδούρη –που δεν ήξερε να εισπράξει την αγάπη των γύρω της ούτε και να τη δώσει αυτή την αγάπη στους πιο δικούς της ανθρώπους- από την Αμάντα Μιχαλοπούλου μου θύμισε την ηρωίδα του Κισλόφσκι από την Μπλε ταινία του, τη Ζουλύ –που ενσάρκωσε η Ζιλιέτ Μπινός στην κινηματογραφική οθόνη-, η οποία, μετά το χαμό του άντρα και της κόρης της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ζούσε κάπου ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, ανάμεσα στην ανυπαρξία και την ύπαρξη, ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος, ανάμεσα στην απάθεια και τη δημιουργία. Την ίδια έντονη ατμόσφαιρα αυτής της υπνωτισμένης δυστυχίας μου μετέφερε και η ελληνίδα δημιουργός. «…αν πονέσεις μια φορά, αναγνωρίζεις όλους τους πόνους…»

Στο μυθιστόρημά της η Μιχαλοπούλου ξεδιπλώνει ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο, εν είδει χειρογράφου της νεκρής συγγραφέως. Ιδιαίτερα μελαγχολική και καταθλιπτική η γραφή αυτού του βιβλίου μέσα στο βιβλίο, καθώς επιχειρεί με το ύφος να προσδώσει όλα εκείνα τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά που αποτελούσαν το ψυχογράφημα εκείνης της γυναίκας που διέλυσε την οικογένειά της πρώτα κι ύστερα στον εαυτό της, προκειμένου να διατρανώσει μέσα της την αποτελεσματικότητα της συγγραφικής της περσόνας-ιδιότητας-ιδιοσυγκρασίας. «…Αφού δεν έχεις χαρακτήρα, τουλάχιστον ας έχεις τη συσκευασία ενός χαρακτήρα…» Έχω την αίσθηση πάντως ότι θα μπορούσε να έλειπε ένα τμήμα του ή θα μπορούσε να ήταν πιο συμπυκνωμένο, κι ας αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τον πυρήνα του συνολικού βιβλίου.
Εν γένει, στήνει μια ιστορία η λογοτέχνης που θέλεις να παρακολουθήσεις την πλοκή της μέχρι τέλους κι ας είναι στιγμές στιγμές εξωπραγματική. Μεταφυσικά στοιχεία εναλλάσσονται με υπαρξιακά αδιέξοδα της σύγχρονης ζωής, ψυχολογικές προεκτάσεις λαμβάνουν διαστάσεις θρίλερ, αλλά με έναν κομψό τρόπο που ζυγιάζει την εξέλιξη της ιστορίας με τα νοήματα που θέλει να «κρύψει» ή να αποκαλύψει στον αναγνώστη η συγγραφέας. Οι ήρωες φαίνεται να έχουν μια κοινή συνισταμένη: την αδυναμία να αποχαιρετίσουν εγκαίρως και κατάλληλα το παρελθόν τους, τον πρότερο εαυτό τους, τις συνθήκες της προηγούμενης ζωής τους, τα πρόσωπα που συνιστούσαν αυτό το βίο που έφυγε, καθώς δεν στάθηκαν αρκετά «τυχεροί» ή ικανοί να το πράξουν. «…Οι τρελοί στο δρόμο…μήπως είναι επιστροφές; Μισοκαμένες ασφάλειες;…»

Η δημιουργός ξέρει να φτιάχνει επιτυχημένα μυθιστορηματική ατμόσφαιρα, χρησιμοποιώντας πολύ ρεαλιστικές περιγραφές, ιδιαίτερα λεπτομερείς, πολύ ελκυστικές για κάποιον να τις ανακαλύπτει αναγνωστικά, ιδίως σε ό,τι αφορά την καθημερινότητα μιας οικογένειας, τους δεσμούς εκείνους πρακτικής ζωής ανάμεσα σε ένα ζευγάρι, ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, ανάμεσα στα παιδιά. Η θητεία της ως αρθρογράφου στον Τύπο βοήθησε τη συγγραφέα επίσης να αναπαραστήσει πειστικά το περιβάλλον –ζωής και εργασίας, με τις κοινωνικές τους προεκτάσεις- και το χαρακτήρα του μεσόκοπου δημοσιογράφου, του Σταμάτη, τις αγωνίες του, τη συναισθηματική κρίση που δεν αποφεύγει και την κατάρρευση που καραδοκεί. «…Εκείνος το είχε μάθει στην εφημερίδα…Εγώ το είχα μάθει στο σπίτι. Η αυτοσυγκράτηση ήταν η μόνη τακτική που απέδιδε όσο ζούσα με τη μητέρα…»
Εκείνο που μου κάνει εντύπωση στο βιβλίο, είναι ότι δεν τακτοποιούνται τα πάντα στο τέλος μαγικά, κι ας έχει τόσο μεταφυσική χροιά. Το ανοιχτό τέλος που επιλέγει η συγγραφέας, είναι απολύτως ταιριαστό. «…Σ’ έναν ιδανικό κόσμο, οι άνθρωποι θα έπρεπε ν’ ανακαλύπτουν και να κατέχουν αυτό που τους έλειπε πάντα…» Στο μυθιστόρημα «Πριγκίπισσα Σαύρα» -να σημειώσω ότι είναι πολύ διαφωτιστικά και χρήσιμα για τον αναγνώστη τα αποσπάσματα του Αντόρνο στην προμετωπίδα του βιβλίου, κάτι σαν πυξίδα, οδηγός πλεύσης να «διαβάσεις» πίσω από την ιστορία- εμφανίζεται η ζωή του ανθρώπου σαν «πίστες»-στάδια παιχνιδιού που πρέπει να περάσεις επιτυχημένα. «…Πήρα το σχήμα που μου έδωσες, πήρες το σχήμα που σου έδωσα. Και χαθήκαμε βαθιά μέσα στον εαυτό μας, στις ενοχές μας…»
Να τα καταφέρεις καλά στην κάθε πίστα της κάθε ηλικίας και στη συνέχεια να κατορθώσεις να «αποχαιρετήσεις» αποτελεσματικά μέσα σου* να συμφιλιωθείς με εχθρούς και φίλους, νεκρούς και ζωντανούς, εαυτό και άλλους, για να μπορέσεις να πας παρακάτω. Στη ζωή που σε περιμένει. Στη ζωή που οφείλεις να θέλεις να είναι ζωή. Και τίποτα λιγότερο ή περισσότερο. Γιατί υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ξεφύγεις από τα όρια-νήματα του καυκασιανού χαλιού που έχει οριοθετήσει την «ανθρωπινότητά» σου, τις αντοχές σου, τη δύναμή σου να δίνεις και να παίρνεις αγάπη.