Ο παραμυθάς – «μηχανικός» του φανταστικού και της μυθοπλασίας


(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 21/7/2007)


«…Η σύγχρονη «αποκατάσταση» του συγγραφέα περνά, κυρίως, μέσα από τα ίδια κείμενα που δεν είχαν καθόλου πείσει την παραδοσιακή κριτική. Δεν είναι ο Ιούλιος Βερν που άλλαξε, αλλά το βλέμμα που του ρίχνουμε…»


Ο Ιούλιος Βερν είναι καταγεγραμμένος στη μνήμη μου, όπως και για πολλούς φαντάζομαι, ως εφαλτήριο των πρώτων αναγνωστικών εμπειριών μου. Θυμάμαι θερινά μεσημέρια της παιδικής μου ηλικίας και χειμωνιάτικες μέρες και νύχτες εορτών και αργιών οι ήρωές του να πρωταγωνιστούν στη φαντασία μου και να διαπράττουν την πρώτη μυθιστορηματική ανάπλαση της πραγματικότητας γύρω μου. Γνώρισα τον κόσμο είτε πετώντας με αερόστατο* είτε ταξιδεύοντας στο κέντρο της γης* είτε περνώντας από ήπειρο σε ήπειρο παρέα με το Φιλέα Φογκ και τον Πασπαρτού* είτε ατενίζοντας τη γη από το φεγγάρι* είτε συντροφιά με τον δεκαπεντάχρονο πλοίαρχο σε μυστηριώδη νησιά* είτε περιπλανώμενη με το Μιχαήλ Στρογκώφ στις ρωσικές στέπες και τούνδρες. Ή τουλάχιστον έτσι νόμισα ότι γνώρισα τον κόσμο. Το βέβαιο είναι ότι μαγεύτηκα τόσο που ρίχτηκα στην αναγνωστική περιπέτεια της λογοτεχνίας -χάρη σε κείνον- με τέτοια καταδιωκτική μανία που ακόμη να την ξεπεράσω στο κατώφλι της ώριμης ζωής μου. Του οφείλω και κάποιους από τους βαθμούς της μυωπίας μου. Χρέη μου άνοιξε, με τη λογοτεχνία, ατελείωτα αυτός ο μεγάλος παραμυθάς του 19ου αιώνα που δεν θα κλείσω ποτέ. Και να σκεφτεί κανείς ότι δεν θεωρούσαν στις μέρες του τα έργα του λογοτεχνία ή έστω σοβαρή λογοτεχνία. «…Ο Ιούλιος Βερν ενσαρκώνει, αναμφίβολα, την πιο χαρακτηριστική περίπτωση απόσταση ανάμεσα στη φήμη (φήμη που διαρκεί) ενός συγγραφέα και την «επίσημη» λογοτεχνική του θέση…»
Ωστόσο ο αναγνώστης των ημερών μας ή ακόμη και ο αναγνώστης του 20ου αιώνα μόνο, που σεβόταν τον εαυτό του, είτε όφειλε να έχει περάσει από τις ατραπούς των ταξιδιών του Βερν είτε σήμερα απ’ αυτόν διαπλάστηκε στα πρώτα του διαβάσματα, ανεξίτηλα και αναπόφευκτα. Όταν με ρωτούσαν τι διάβαζα, πιτσιρίκι όταν ήμουν, με καμάρι απαντούσα «Ιούλιο Βερν, φυσικά». Και δεν το αμφισβήτησα αυτό ποτέ. Ακόμη και τώρα θα μπορούσα να τον κατατάξω άνετα στους αγαπημένους μου συγγραφείς. Χρειάστηκε να φτάσω ένα βήμα πριν την είσοδό μου στην τρίτη δεκαετία της ζωής μου για να καταρρίψω ένα μέρος ενός παιδικού ακόμη μύθου. Ο Βερν στην εποχή του δεν ήταν το απόλυτο που είχα εγώ από παιδί στο μυαλό μου, για τη λογοτεχνία. Στον καιρό του είχε αμφισβητηθεί –ή καλύτερα είχε αγνοηθεί από την επίσημη λογοτεχνική κριτική- όσο λίγοι. «…Η έλλειψη αυτή του «ψυχολογικού» και του «κοινωνικού» ήταν αισθητή στην εποχή του, σαν ελάττωμα που επιβεβαίωνε την περιθωριακή θέση του Ιουλίου Βερν στα λαϊκά και τα εκπαιδευτικά μυθιστορήματα…» Και για να το μάθω αυτό, έφτασα στα 29 μου χρόνια. Έπρεπε να πέσει στα χέρια μου μια βιογραφία του –«ΙΟΥΛΙΟΣ ΒΕΡΝ, ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ ΕΝΟΣ ΜΥΘΟΥ» του Lucian Boia, σε μετάφραση Άννας Δαμιανίδη που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Ηλέκτρα- για να το μάθω. Αλλιώς θα έμενα με τον παιδικό κι εφηβικό μου μύθο ακέραιο. Όχι, ότι άλλαξε μέσα μου η αίσθηση εκείνη που έχω ακόμη για τα βιβλία και τους ήρωές του ούτε ότι άλλαξε η γνώμη μου για την ομορφιά και την απόλαυση που μου παρείχε εκείνος απλόχερα στα πρώτα μου διαβάσματα. Ίσα-ίσα. Απλώς είδα τη θεώρηση που είχαν οι άλλοι για το έργο του μέσα στο πέρασμα του χρόνου και κυρίως οι σύγχρονοί του και «ταρακουνήθηκα». Η παιδική μου ματιά πήγε περίπατο, για να γίνω πιο σαφής. «…Αφού υπέφερε από την υπερβολική απλοποίηση, ο Ιούλιος Βερν κινδυνεύει να γίνει αφόρητα πολύπλοκος!…» Και τι δεν έχει ειπωθεί για το έργο του. Η βιογραφία στην οποία αναφέρομαι και από την οποία προέρχονται τα αποσπάσματα που παραθέτω, καταγράφει όλα εκείνα που καταμαρτυρούν φιλόλογοι και πάσης φύσεως ενδιαφερόμενοι ειδικοί στο έργο του. Γιατί για την προσωπικότητά του, ο ίδιος δεν είχε αφήσει περιθώρια να τον «δει» ο αναγνώστης του, να τον «ψάξει» με καμία ηδονοβλεπτική ή κουτσομπολίστικη διάθεση ως άτομο ούτε ο ιστορικός του μέλλοντος να τον σκιαγραφήσει με σαφήνεια αποκόπτοντάς τον από την εργογραφία του. «…Η φιλολογική προσέγγιση του έργου του Βερν την τελευταία δεκαετία μοιάζει να έχει έναν βασικό σκοπό: να αποδεσμεύσει τον Βερν από το «προπατορικό αμάρτημα» της λογοτεχνίας που προοριζόταν για εφήβους…»
Μ’ αρέσει που δεν άφησε τέτοια περιθώρια. Γιατί έτσι διαφυλάττει το λογοτεχνικό του μύθο στις καρδιές και το μυαλό όλων εκείνων των παιδιών που τον αγάπησαν, τον αγαπούν και θα τον αγαπούν. «…τον Ιούλιο Βερν δεν τον ενδιαφέρει η πραγματικότητα, αλλά η αληθοφάνεια που δεν είναι συχνά τίποτα περισσότερο από πετυχημένη μεταμφίεση του εξωπραγματικού…» Ο Ιούλιος Βερν κατάφερε να είναι μόνο το έργο του, πόσοι δεν θα ήθελαν άλλωστε να είναι στη θέση του; Όμως δεν αποδεσμεύθηκε –αδύνατο θα ήταν κάτι τέτοιο με τους θαυμαστές που απέκτησε στη ροή του χρόνου- και από τις άπειρες ερμηνείες που δόθηκαν για τις επινοήσεις του και τη λογοτεχνική ανάπλαση που ο ίδιος επιχείρησε. «…Αντί να φτιάξει τον κόσμο από την αρχή, ο Ιούλιος Βερν προτιμούσε να τον αποφεύγει, κι ήθελε να απομονώνεται όσο γίνεται καλύτερα, ακριβώς χάρη στην τεχνολογία…»
Σύμφωνα με την εν λόγω βιογραφία που παραθέτει στοιχεία εμπεριστατωμένα και βιβλιογραφία αρκούντως ικανοποιητική, ο Ιούλιος Βερν δεν υπήρξε κανένας «προφήτης» του καιρού του ούτε για την τεχνολογία που ήδη είχε αρχίσει να αναπτύσσεται ούτε για τις υπαρξιακές αναζητήσεις του καιρού του και των επερχόμενων γενεών. «…Παραμένει προσγειωμένος, του αρέσει να παίζει με την πραγματικότητα, και μάλιστα αρκετά τολμηρά, αλλά μόνο μαζί της. Ό,τι ξεπερνάει τις επαληθεύσιμες συντεταγμένες της ύπαρξης δεν τον αφορά…»
Ένας μεγάλος μυθοπλάστης ήταν που εκείνο το μόνο που υπηρέτησε επάξια ήταν η τέχνη του, κι ας μην του αναγνωρίστηκε όσο ζούσε αυτή η αξία. Το βέβαιο είναι ότι δημιούργησε χιλιάδες αναγνώστες, τους έπλασε, τους γαλούχησε με κάτι πολύ σημαντικό: την πίστη στην ισχύ της φαντασίας, την πίστη στη μαγεία του προσωπικού ονείρου και μύθου, την πίστη στο ακατόρθωτο που δεν είναι τελικά και τόσο ακατόρθωτο. «…Τα μυθιστορήματα του Βερν έχουν κάτι από τη μηχανική της ακρίβειας…» Δεν ξέρω τι θα λέγεται και τι θα γράφεται γι’ αυτόν μετά από χρόνια. Δεν ξέρω καν αν τα παιδιά μας θα διαβάσουν Ιούλιο Βερν, αν θα μαγευτούν από τις ίδιες ιστορίες που κατόρθωσαν να ταξιδέψουν και να μαγέψουν εμάς. Ξέρω μόνο ότι αυτός ο άξιος παραμυθάς, αυτός ο «μηχανικός» του φανταστικού, έχει συντροφέψει τόσο απόλυτα την παιδική κι εφηβική ηλικία τόσων πολλών παιδιών –βάζω και τον εαυτό μου μέσα-, έχει ακούσει την ανάσα τους να βαραίνει από την αγωνία και την ομορφιά του παραμυθιού που θα τον ζήλευαν όλοι οι ενήλικες του κόσμου.