«Άνθρωποι πεθαίνουν επειδή δεν χωράνε στην επικράτεια του νου μας»

(Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 23/6/2007)

«…Αγάπη είναι αυτό που δεν πρέπει να καταλάβεις…» γράφει στο βιβλίο του «τα μελένια λεμόνια * η διαθήκη των γκαβλωμένων ανθρώπων» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις τυπωθήτω ο Θανάσης Τριαρίδης, ένας αιρετικός συγγραφέας της αγάπης και της ελπίδας. Αυτά που είναι δύσκολο να ειπωθούν με λόγια, ο δημιουργός επιχειρεί να τα «πει» με χειμαρρώδη ποιητικό λόγο που διαφεντεύει την ανθρωπιά και την «ανθρωπινότητα». Πρόκειται για ένα βιβλίο που έχει γραφτεί από τα έγκατα της ύπαρξης και πορεύεται ακριβώς προς τα εκεί, αυτόν τον αποδέκτη αποζητά, ακόμη κι αν αυτός έρθει από το μέλλον. Κατά τη γνώμη μου, η γραφή και η ουσία της γραφής του Τριαρίδη είναι μπροστά από την εποχή της, ενώ προέρχεται από τα βάθη της κλασικής λογοτεχνίας, γι’ αυτό και μετά από χρόνια μάλλον θα δούμε την πατίνα της να την έχει σημαδέψει ανεξίτηλα, αν επιβιώσει η λογοτεχνία και η ανθρωπιά. Όπως γράφει και ο ίδιος ειρωνικά: «…το μέλλον δεν έρχεται με αυταπάτες, μήτε με χαζορομαντισμούς –το μέλλον προστάζει, κι όποιος δεν υπακούει, χάνεται…» Η λογοτεχνική του δημιουργία είναι πράξη ελευθερίας ή αναζήτησης της ελευθερίας και ένα μεγάλο απάγκιο για την αμφιβολία που δύσκολα βρίσκει καταφύγιο στον καιρό μας, μαζί με τη γόνιμη ανατροπή.
Αυτό το σύντομο εισαγωγικό σημείωμα σε μια συνέντευξη με το συγγραφέα που έχει να πει πολλά και σημαντικά, όπως και το έργο του –πράγμα σπάνιο για τη σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία- είναι πολύ λίγο μπροστά στο βιβλίο του λογοτέχνη και αισθάνομαι μια άγρια χαρά γι’ αυτό. Διάβασα ένα βιβλίο που με υπερβαίνει και αισθάνομαι ευτυχής που διαθέτω πενιχρά μέσα για να μιλήσω εγώ γι’ αυτό. Το κάνει καλύτερα το ίδιο για τον εαυτό του και θα πράξει ακόμη καλύτερα, θέλω να πιστεύω ή φαντάζομαι ή προσδοκώ, ο μελλοντικός αναγνώστης που θα έχει το κουράγιο να αντικρίσει την αγάπη κατάματα, ως ύστατο απονενοημένο διάβημα απελευθέρωσης και διαμαρτυρίας απέναντι στη φρίκη, τον τρόμο και το μίσος του κόσμου.


Γράψατε ένα βιβλίο με πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Στο επίκεντρο τίθεται η αποθέωση της επιθυμίας και η ισχύς της αγάπης, με προεξάρχουσα τη συνεχή αντιπαραβολή της με τη βία. Πώς ξεκίνησε η ιδέα του βιβλίου και πώς διαρθρώθηκε στην πορεία, στην εξέλιξή της;
Η αρχική ιδέα νομίζω πως ανάγεται κάπου στην πρώτη εφηβεία μου, ίσως και λίγο νωρίτερα: θα έγραφα, τάχα, ένα βιβλίο όπου κάποιος θα χάνεται (: θα καταστρέφεται) από αγάπη. Δεν μπορούσα, βέβαια, να ορίσω την αγάπη (ούτε και τώρα μπορώ, φυσικά) – μα ήμουν βέβαιος πως ο ήρωας θα αγαπούσε τόσο που θα χάνονταν, θα αφανίζονταν. Όσο σκεφτόμουν αυτήν την ιστορία, όλο και περισσότερο την αναγνώριζα παντού γύρω μου: στα βιβλία που διάβαζα, στις ταινίες που έβλεπα, σε όσα ζούσα στον μικρόκοσμο της ζωής μου. Αυτό πάθαιναν και ο μολυβένιος στρατιώτης του Άντερσεν και η Χιονάτη και ο Πενθέας στις Βάκχες. Έξαφνα διαπίστωσα πως μια τέτοια ιστορία χαμού είναι και η ιστορία του Ιησού που γυρνάει στις αμμούδες της Γενισαρέτ μαζί με τις πόρνες και τους ζητιάνους. Και κάπου εκεί, γύρω στα δεκαέξι, νόμισα, ως καλός ηλίθιος, πως και καλά είχα καταλήξει στο βαθύτερο νόημα της ζωής: πως ο άνθρωπος είναι για να χαθεί απ’ την πολλή αγάπη.
Ξεκίνησα να γράψω ένα λαϊκό παραμύθι – λαϊκά παραμύθια ήσαν και οι Βάκχες και τα Ευαγγέλια και οι αδελφοί Γκριμ. Σιγά-σιγά άρχισα να ζω μια έντονη αντίφαση: όσο καταλάβαινα πόσο μεγάλη απάτη είναι το κάθε (βαθύτερο ή ρηχότερο) νόημα της ζωής, τόσο ένιωθα πως η αρχική ιστορία που είχα στο μυαλό μου αγρίευε και συνάμα πολλαπλασιάζονταν. Έτσι άρχιζα να ξεκαθαρίζω μέσα μου (κι όλα αυτά γινόταν σιγά-σιγά, σχεδόν ανεπαισθήτως) πως το βιβλίο θα ήσαν ολάκερη η ιστορία του κόσμου μέσα από ομόκεντρες ιστορίες χαμού. Και όλο αυτό θα ήταν μια ιστορία ζωής πριν τον θάνατο – δηλαδή μια ιστορία γκάβλας, που για μένα είναι κάτι πολύ περισσότερο από τον ερεθισμό, είναι, αν θέλετε ο μοναδικός αντίποδας του θανάτου. Κι έπειτα άρχισα να αποφασίσω (σιγά -σιγά, επιμένω) πως έτσι όπως υπάρχει η Διαθήκη (με κεφαλαίο Δ) που είναι η συμφωνία των ανθρώπων με τον Αφέντη-Θεό (δηλαδή μια Διαθήκη για τον τρόμο του θανάτου μας) ίσως θα άξιζε να φανταστεί κανείς μια διαθήκη των γκαβλωμένων ανθρώπων (δηλαδή μια διαθήκη για τη ζωή μας πέρα τον φόβο). Για αυτόν τον λόγο άλλωστε τα μελένια λεμόνια γράφονται πάντοτε με μικρά και ποτέ με κεφαλαία.
Από ένα σημείο και πέρα αποφάσισα (με κάμποσο μελοδραματισμό) πως το βιβλίο μου δεν θα εκδιδόταν ποτέ – οπότε άρχισα να κρύβω αποσπάσματά του σε άλλα κείμενά μου ή σε άλλα βιβλία μου. Ας πούμε, την αρχή από το 8ο κεφάλαιο των λεμονιών (Το Πιστεύω έτσι όπως το είπαμε ένα απόγευμα στο Μικρό Ρέμα) την δημοσίευσα το 1992 στα Ποταμόπλοια (το λογοτεχνικό περιοδικό του οποίου ήμουν συνεκδότης) κρυμμένο μέσα σε ένα άλλο κείμενό μου – το 6ο κεφάλαιο (Η ξεριζωμένη καρδιά) δημοσιεύτηκε επίσης κρυμμένο στο Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα, το πρώτο μου μυθιστόρημα το 2000. Μα ίσως αυτά τα κρυψίματα να ήταν η προσπάθεια μου να μην αποδεχτώ την ανημποριά μου. Όσο κι αν προσπαθούσα, οι ομόκεντροι κύκλοι χαλνούσαν – κάτι μου έλειπε.
Ωστόσο το κρίσιμο τελευταίο στάδιο της γραφής του βιβλίου ήρθε σε προσωπικές συνθήκες μάλλον παράξενες: ένα βράδυ, γράφοντας κάτι σαν δοκίμιο για τον Σάντρο Μποτιτσέλι, σχεδόν αναγκάστηκα να ξαναδώ έναν από τους ύστερους πίνακές του – τη Μυστική Σταύρωση του 1500 (δηλαδή μετά την εμπλοκή του Μποτιτσέλι με τους Ολοφυρόμενους του Σαβοναρόλα). Ίσως να ακούγεται αυτό υπερβολικό και θεατρινίστικο, αλλά αυτός ο πίνακας (ή πιο σωστά: αυτό που νόμισα πως είδα στον πίνακα) έβαλε μέσα μου σε μια σειρά το βιβλίο. Και δίχως την ενασχόληση μου στα χρόνια 2001-2005 με την εικονοποιία της Αναγέννησης νομίζω πως δεν θα τέλειωνα τα λεμόνια. Εξάλλου στο αντίστοιχο σχεδίασμα δοκιμίου μου για τον Ραφαήλ Σάντσιο (εκδομένο το 2002), στο κεφάλαιο που αναφέρονταν στην Μαντόνα του Αγίου Σίξτου (για μένα τον οριακότερο πίνακα της ζωγραφικής) δημοσίευσα για τελευταία φορά μέσα σε κείμενο κρυμμένο απόσπασμα των λεμονιών, αποκαλύπτοντας συνάμα τον τίτλο του βιβλίου: «οι λεμονιές καρπίζουν μελένια λεμόνια».
Κι όταν τέλειωσα (;) το βιβλίο ένιωσα πως είχα μπροστά μου μια ανοικονόμητη όσο και παταγώδη αποτυχία: όσους ομόκεντρους κύκλους και να φτιάξουμε, δεν υπάρχει ολόκληρη η ιστορία του κόσμου ακριβώς επειδή ο κόσμος είναι ακόμη υπόθεση ανοιχτή. Τι απομένει; Η αρχική ιστορία της εφηβείας μου: κάποιος που χάνεται απ’ την πολλή αγάπη – από την γκάβλα. Η μισή προμετωπίδα μου είναι καταγραφή αυτής της κατάληξης: δεν υπάρχει καμιά διαθήκη.


Τι σας ώθησε να γράψετε ένα βιβλίο που στην ουσία του ανασκευάζει στις βασικές γραμμές τη χριστιανική παράδοση, χωρίς, κατά τη γνώμη μου, να την καταργεί;
Κοιτάξτε, εγώ έγραψα για έναν άνθρωπο που χάνεται (εξακολουθητικά) από αγάπη. Το παραμύθι (αν θέλετε πέστε το και θρύλο) εκείνου του κουρελή που γυρνούσε γύρω από τις αμμούδες της Γενισαρέτ το νιώθω ως ένα παραμύθι ερωτικής έλξης και χαμού – γι αυτό εγγράφεται αιώνες τώρα με τόσην ένταση στο υποσυνείδητο και στο φαντασιακό των ανθρώπων. Αν το σκεφτεί κανείς (και το σκέφτηκαν πάρα πολλοί) θα δει πως για να γεννηθεί τούτος ο θρύλος ζεύτηκαν δυο βασικοί αρχαίοι ελληνικοί μύθοι (που δεν ήσαν και τόσο ελληνικοί καθώς με την σειρά τους έρχονταν ο πρώτος από τον βορά και ο δεύτερος από την ανατολή): ο μύθος του πανέμορφου νέου που πεθαίνει μέσα στην οργιαστική ανθοφορία της άνοιξης (Άδωνις, Δάφνις, Νάρκισσος, Ορφέας) ζεύτηκε με τον μύθο ενός Δασκάλου που γυρίζει αγριεμένος (Διόνυσος). Και τούτη η ένωση των δύο μύθων γίνεται τέσσερις αιώνες μετά το τέλος της κλασικής Ελλάδας, στην άγρια έρημο της εβραϊκής Παλαιστίνης που εκκόλαπτε έναν ερχόμενο με πολύ συγκεκριμένες απαιτήσεις από αυτόν. Κάπως έτσι προέκυψε το παραμύθι του αχώρητου όσο και πεινασμένου Ιησού – που αναμφίβολα είναι το μεγαλύτερο αίνιγμα της ιστορίας. Τα λογής «ευ-αγγέλια» δεν κάνουν τίποτε άλλο από να κλαδεύουν αυτό το παραμύθι – για να το κάμουν νεκροκεφαλή στη σημαία των φονικών θρησκειών τους. Αυτοί που κάπου στον τέταρτο μ.Χ. αιώνα κάθισαν σε ένα τραπέζι κόψαν-ράψαν τέσσερα βιβλία ουσιαστικά κέντησαν έναν θρύλο ζωής σε μια σημαία θανάτου. Ευτυχώς η τέχνη στέκεται εξ ορισμού απέναντι από κάθε φονικό «ευ-αγγέλιο»: σκεφτείτε πως μετέγραψαν οι εικόνες της Αναγέννησης την ολέθρια «Μία Αλήθεια» των «ευ-αγγελίων». Σκεφτείτε πως μεταγράφει αυτόν τον θρύλο ο (ορκισμένα πιστός) Ντοστογιέφσκι στο περίφημο κεφαλαίο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή στους Αδελφούς Καραμαζώφ – και συνάμα σκεφτείτε πως ο (ορκισμένα άπιστος) Νίτσε, λίγο πριν-λίγο μετά το αγκάλιασμά του με το άλογο εκείνον τον Γενάρη του 1889 υπέγραφε τις έσχατες επιστολές του άλλοτε ως Διόνυσος και άλλοτε ως Εσταυρωμένος – ουσιαστικά παίρνοντας τα φαντάσματά του μαζί του, στην άβυσσό του.
Κι αν το αίνιγμα εκείνου το Ιησού είναι το μεγαλύτερο παραμύθι στην ανθρώπινη μυθολογία, η θρησκεία που στήθηκε πάνω σε τούτο το αίνιγμα έγινε φονικότερη μηχανή θανάτου και μίσους στην ανθρώπινη ιστορία – ακριβώς γιατί υπήρξε η μεγαλύτερη θρησκεία της ανθρωπότητας. Δεν λέω διόλου πρωτότυπα πράγματα: κάθε οργανωμένο θρησκευτικό σύστημα και, ακόμη περισσότερο, κάθε μονοθεϊσμός χωρίζει τον κόσμο στους πιστούς που μετέχουν σε μια μεγάλη αιματοβαμμένη αλήθεια και σε όλους του άλλους που δεν μετέχουν σε αυτήν την αιματοβαμμένη αλήθεια. Είναι η απαρχή ενός δρόμου μίσους· στο τέλος αυτού του δρόμου βρίσκεται ο αφανισμός του άλλου είτε διά της υποταγής είτε διά του φόνου: οι Σταυροφορίες, οι θρησκευτικοί πόλεμοι, η Ιερή Εξέταση, οι γενοκτονίες των λογής απίστων – αλλά και το λυσσαλέο κυνήγι της σάρκας, η δαιμονοποίηση των γυναικών, η υπαγωγή του πόθου σε αμαρτία, ο διαχρονικός και κάθε είδους διωγμός του έρωτα (που είναι η μόνη απάντηση της ζωής σε έναν κόσμο φωταγωγημένου θανάτου).
Έτσι, για να έρθω (επιτέλους) στην ερώτησή σας, ό,τι ονομάζουμε «χριστιανική παράδοση» είναι, για τα δικά μου μάτια, ο τρόπος με τον οποίο ένας θρύλος έγινε μια φονική θρησκεία (που πρώτους από όλους σκλάβωσε τους ίδιους της τους πιστούς). Δεν είχα καμία πρόθεση ανασκευής τούτης της παράδοσης – είχα μονάχα την πρόθεση να γράψω το παραμύθι μου δίχως να στέρξω στον τρόμο της. Δεν είμαι μήτε θεολόγος, μήτε φιλόσοφος – δεν κουβαλώ πάνω μου καμία μεγάλη Αλήθεια παρά μόνο την υποψία μου πως η Αλήθεια σκοτώνει, καμία καθολική Ηθική παρά μόνο την υποψία πως η Ηθικά σκοτώνει, κανέναν μοναδικό Θεό παρά μόνο την υποψία μου πως ο Θεός σκοτώνει…

Παίρνετε μια ολόκληρη κοσμοθεωρία και την ανατέμνετε με το νυστέρι της Ιστορίας, της Τέχνης αλλά και της σύγχρονης πραγματικότητας (μετανάστες, βία, πόλεμοι, τρομοκρατία –εν γένει το άδικα χυμένο αίμα των αθώων). Ποιος ήταν ο δικός σας στόχος;
Στόχος: να μια λέξη που συχνά μυρίζει αποφορά πτωμάτων. Όταν έχεις μεγάλους στόχους, κάποτε θα έρθει η ώρα να αγοράσεις και Ζικλόν Β. Ως εκ τούτου, προσπαθώ να μην έχω κανένα στόχο: Είμαι ένας μάταιος άνθρωπος που στον μάταιο χρόνο μου παλεύω με την μάταιη ελευθερία μου. Και για να συνεχίσω το λογοπαίγνιο, το μάταιο παραμύθι μου είναι ένας απονενοημένος χαιρετισμός, προορισμένος να χαθεί…
Δεν ανατέμνω τίποτε: καταγράφω την εκδοχή μου. Δηλαδή μία ακόμη εκδοχή από τα εκατομμύρια των εκδοχών που μες τους αιώνες λογαριάστηκαν ως παραμύθια, παραλογές, απόκρυφες ανιστορήσεις. Και τρέμω εκείνους που διαβάζουν τις ανθρώπινες εκδοχές ως ουράνια αλήθεια ή ως επιστήμη – με τον ίδιο τρόπο που τρέμω τους φασίστες των Οικουμενικών Συνόδων ή των Ολομελειών του Κόμματος (του κάθε Κόμματος).
Είμαστε εκπαιδευμένοι (και αγιάτρευτα εθισμένοι) στο να ερμηνεύουμε τον χαιρετισμό ως στόχο (να μια ακόμη ολέθρια σπορά των θρησκειών). Πολλοί, συχνά καλοπροαίρετοί, ίσως να νομίσουν πως έγραψα τις ερωτογραφικές (οι κακοπροαίρετοι τις λένε πορνογραφικές) σκηνές με τη συγκεκριμένη γλώσσα για να σοκάρω ή για να δοκιμάσω τις αντοχές της βαθύτατα σκοταδιστικής κοινωνίας μας. Μα διόλου δεν ισχύει κάτι τέτοιο: έγραψα τις σκηνές με τη συγκεκριμένη γλώσσα γιατί ήταν κομμάτι της έξαψής μου – γιατί είναι κομμάτι της αισθητικής μου προσδοκίας. Γιατί είναι η γκάβλα μου – άρα και η ελπίδα μου. Και σας παρακαλώ να μείνετε στην αντωνυμία μου – μιλάω για την δική μου μονάχα ελπίδα και κανενός αλλουνού.

Αν χρειαζόταν να σας σκιαγραφήσω ως συγγραφέα από «τα μελένια λεμόνια * η διαθήκη των γκαβλωμένων ανθρώπων», θα έλεγα ότι ακούω την κραυγή ενός σύγχρονου Καζαντζάκη, με την ποιητικότητα και τη θρησκευτικότητα της γλώσσας που βρίσκουμε στο Νίκο Καρούζο. Είναι «αιρετική» στις μέρες μας η αγάπη και η συμπόνια για την ανθρώπινη ψυχή και μοίρα;
Τα ονόματα που αναφέρετε είναι πολύ μεγάλα: μόνο ως προσδιορισμό καταβολών και οφειλών μπορώ να τα αντέξω – δεν γίνεται να αποδεχτώ οποιαδήποτε άλλη σύγκριση. Και ο Καζαντζάκης και ο Καρούζος, καθώς και πολλοί άλλοι βέβαια, έλκονταν από τον χαμό – άρα, ναι, με αφορούν ως προς τα λεμόνια. Επιπλέον ο Καζαντζάκης με ταράζει και για έναν ακόμη λόγο: από την μια ήσαν εξαιρετικά υποψιασμένος για τον όλεθρο της μεγάλης «Αλήθειας» και από την άλλη η ίδια η μεγάλη «Αλήθεια» τού ασκούσε μια ακατανίκητη σαγήνη. Το μοίρασμά του ανάμεσα σε αυτό που υποψιάζονταν και σε αυτό που ήθελε είναι ίσως το γοητευτικότερο μεταίχμιο του έργου του.
Και για να έρθω στο ερώτημά σας: Ο κόσμος μας (ο δικός μας – αλλά και ο κόσμος του Ομήρου, για να θυμηθώ Σεφέρη που παραφράζει τον Όντεν) είναι ένας κόσμος δοξολογημένου θανάτου. Σκεφτείτε πως οι άνθρωποι δέχονται τα σύμβολα της πίστης τους να βρίσκονται πάνω σε όπλα θανάτου, σε πυραύλους, σε βομβαρδιστικά – δηλαδή σε μηχανές δηλωμένης απανθρωπιάς, προορισμένες να μακελέψουν ανθρώπινα σώματα. Την ίδια ώρα που οι άνθρωποι (οι πολιτισμένοι άνθρωποι) δοξολογούν τον τελετουργικό φόνο, δαιμονοποιούν τον έρωτα, τη λαχτάρα, τον πόθο. Και λογαριάζουν για ύβρη (τι απαίσια λέξη) το να συνδέσεις την πίστη τους με την γκάβλα, μόλο που ακόμη και τα μικρά παιδιά γνωρίζουν πως ετούτη η γκάβλα είναι μοναδική πηγή ζωής, η αρχή του καθενός από εμάς.
Είμαστε κομμάτι ενός τυφλού και παράλογου (ή, έστω, απάνθρωπου – άρα και παράλογου) μίσους, μετέχουμε σε αυτό: πολεμούμε λυσσασμένα τις γυναίκες, τους φτωχούς, τους πεινασμένους, τους αδύναμους. Το μίσος αυτό διδάσκεται σε εκκλησίες, τζαμιά, σχολεία, κοινοβούλια, γήπεδα, σοφά βιβλία, εγχειρίδια φιλοσοφίας, στίχους των μεγάλων ποιητών ως προϋπόθεση επιβίωσης, ως οργανική παράμετρος της εξέλιξης. Μα μέσα στον σκλαβωμένο άνθρωπο υπάρχει πάντοτε και η πιθανότητα μιας παρεκτροπής. Ας πούμε, το 1484 τυπώνεται από δυο δομινικανούς ιερείς το Malleus Μaleficarum, το διαβόητο Σφυρί των Μαγισσών, το εγχειρίδιο της Ιερής Εξέτασης για το πώς ενοχοποιούμε την γυναικεία σάρκα «ως όργανο του Σατανά» – ένα από τα φονικότερα βιβλία της ιστορίας. Κι όμως, την ίδια χρονιά με το Σφυρί, στη Φλωρεντία, ο Μποτιτσέλι ζωγραφίζει την εκτυφλωτική γυμνή σάρκα της Αφροδίτης του – και μάλιστα πάνω το μοτίβο του Χριστού που αναδύεται από τον τάφο. Σκεφτείτε πόσα εσωτερικά και εξωτερικά όρια σκλαβιάς χρειάστηκε να ξεπεράσει ο Μποτιτσέλι για να βγάλει από μέσα του αυτήν την εικόνα.

Η λογοτεχνική σας δημιουργία «μιλάει» κατευθείαν στο θυμικό του αναγνώστη. Στοιχειώνει το ασυνείδητό του ή το υποσυνείδητό του, αναμφίβολα. Τολμάει να «μιλήσει», όπως το μυθιστόρημα οφείλει ήδη από τη γέννησή του με το «Δον Κιχώτη», για την ανθρωποθυσία των ανυποψίαστων, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου. Ποια ήταν η δική σας βαθύτερη αρχική πρόθεση;
Η μοναδική πρόθεσή μου ήταν να εκφραστώ. Τίποτε άλλο. Μα προϋπόθεση της έκφρασής μας είναι να μιλούμε δίχως να κρυβόμαστε. Ξέρω καλά πως είμαι κομμάτι ενός κόσμου που τρέφεται από το αίμα και τις σάρκες ενός άλλου κόσμου. Κι αυτό επίσης δεν είναι διόλου πρωτότυπο: όλοι όσοι ζούμε στον λεγόμενο πρώτο κόσμο το ψιλοξέρουμε πως οι λέξεις μας, τα παραμύθια μας, τα λιγοστά μας λόγια είναι βουτηγμένα στον τρόμο και την απελπισία των δύο τρίτων των ανθρώπων της γης. Δεν μπορώ να ξεκινήσω μια αφήγηση δίχως τούτη την επίγνωση – κι αυτό δεν είναι πολιτική επιλογή, είναι προσωπική ανάγκη. Και ως προς αυτό μιλώ μονάχα για τον εαυτό μου.
Ξέρετε, έχω γράψει πολιτικά κείμενα και βιβλία, ιδιαίτερα ακραία, που τα λογάριασα (ίσως εσφαλμένα) ως κοινωνική δράση, ως κομμάτι της διαπάλης των ιδεών. Τα λεμόνια δεν είναι συλλογική δράση, ίσως να μην είναι καν μυθιστόρημα. Είναι ατομική έκφραση. Δεν οφείλουν τίποτε σε κανέναν. Είναι το βάδισμα ενός μοναχού λύκου, μέσα στο δάσος, μέσα στη νύχτα.

Γράφετε κάπου «…Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας. Δηλαδή είμαστε εντός του μαύρου μνήματος, εντός του φωταγωγημένου θανάτου μας…» Παραδόξως, δεν εισέπραξα τη δική σας «μεταφυσική» ως αυτή που έχουμε συνηθίσει να σημαίνει η λέξη. Σε σας η μεταφυσική βρίσκει γωνιά για να ανθίσει μέσα στην ίδια τη ζωή και το νόημά της. Ακόμη κι όταν στερείται βιαίως αυτή η ζωή. Διάβασα μη γραμμικά το βιβλίο σας –δηλαδή μια ανεξήγητη παρόρμηση με έκανε να διαβάσω νωρίς το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου σας κι ευτυχώς, γιατί μου «άνοιξε τα μάτια» αναγνωστικά σε μιαν ακόμη εκδοχή αυτών που αφηγείστε. Υπήρξε κάποιο πραγματικό γεγονός η αιτία ή η αφορμή ή το «όχημα» για να έχει το βιβλίο σας αυτό το τέλος; Το διόλου «μεταφυσικό».
Μακάρι να στρέχει η παρατήρησή σας – μακάρι να προκύπτει κάτι τέτοιο από τα λεμόνια. Η μεταφυσική όπως και η κάθε περί ψυχής θεωρία είναι στα μάτια μου ένα πρώτης τάξεως πεδίο σκλαβιάς – τα βιβλία των μονοθεϊσμών, ο Πλάτωνας και όλοι του οι επίγονοι την καλοδίδαξαν ετούτη τη σκλαβιά. Θα ήθελα τα λεμόνια να είναι ένα ακόμη παραμύθι, να μετεωρίζονται ανάμεσα στον τρόμο και τη λαχτάρα – ελπίζω να μην καταθέτουν (τι απαίσια λέξη) καμιά μεταφυσική (ή άλλη) θεωρία για το μακρινό επέκεινα.
Αναφέρεστε στην τελευταία ιστορία του βιβλίου – την Sinopsi που έχει τον τίτλο «Zelmpa i thanatos ke anastasi sto Pisoderi» κι είναι γραμμένη με λατινικό αλφάβητο και ηχητική ορθογραφία. Πράγματι, κι έτσι όπως το βλέπω εκ των υστέρων, έγραψα τα λεμόνια για να γράψω αυτήν την Sinopsi. Είναι μια ιστορία του Φεβρουαρίου του 1997 – που ωστόσο συμβαίνει κάθε μέρα, στο Πισοδέρι, στον Έβρο, στα αμπάρια των φορτηγών πλοίων του Αιγαίου, στη Θέουτα και στη Μελίγια, στα σύνορα του Μεξικού με τις Η.Π.Α., στις θάλασσες τις Αυστραλίας: Άνθρωποι πεθαίνουν επειδή δεν χωράνε στην επικράτεια του κόσμου μας – ουσιαστικά, επειδή δεν χωράνε στην επικράτεια του νου μας. Το μετεώρισμα της zelmpas (ή και των λεμονιών γενικότερα) είναι το πότε ένα σώμα είναι πτώμα – ή, το τι μπορεί να γίνει ανάμεσα σε δυο σώματα που αγκαλιάζονται. Υπό την έννοια αυτή, η Sinopsi είναι ο πυρήνας του βιβλίου – μια δρακουλότρυπα στο βουνό όπου καταλήγει ολόκληρη η ιστορία του κόσμου.
Σκεφτείτε το κάπως έτσι: είχα να φτιάξω ομόκεντρους κύκλους, όλο και μικρότερους, πηγαίνοντας προς το κέντρο τους, γυρεύοντας μια πειραγμένη ιστορία. Μοιραία αναζήτησα τις άκριες αυτής της πειραγμένης ιστορίας σε κάθε υβριδική φόρμα, σε κάθε μεικτό είδος: στις λαϊκότροπες ευαγγελικές αφηγήσεις, στις λαϊκές αφηγήσεις τρόμου, στην τυπογραφική μεταγραφή των αυτογράφων του Σολωμού, στον Πόε, στην πρόζα του Μποντλέρ, στο Μια Εποχή στην Κόλαση του Ρεμπώ, στον Ζαρατούστρα του Νίτσε, στον Καβάφη, στον Εμπειρίκο, στα Μαγνητικά Πεδία των Μπρετόν-Σουπό, σε κάθε λογής υπερρεαλισμό. Και φυσικά, σε κάθε είδους ερωτογραφία. Αναζήτησα άκριες στον Στάλκερ του Ταρκόφκσι με την ίδια ζέση που τις αναζήτησα στα ερωτικά βίντεο της Πάμελας Άντερσον στο Ίντερνετ. Από τα κορίτσια του Μποτιτσέλι και τα κορίτσια του Γκογκέν μέχρι το τραγούδι της Οφηλίας από τον Άμλετ του Τομά και τις μουσικές σκηνογραφίες του Κλάους Νόμι. Τα τριαντατρία κεφάλαια του βιβλίου εναλλάσσουνε αποτυχημένες απόπειρες περιγραφής του ίδιου πυρήνα: του ανθρώπου που χάνεται από την αγάπη. Στη Sinopsi ολόκληρος ο κόσμος είχε να απολήξει σε μια λιανή ιστορία επιθανάτιου πάθους σε ένα βουνό των συνόρων. Έφτιαξα ένα δικό μου απολύτως ηχητικό αλφάβητο έχοντας σε μια γωνιά του νου μου τα Ksilopohara, το παραμύθι που έγραψε λίγο πριν πεθάνει ο Άρης Αλεξάνδρου. Κι έπειτα έγραψα τη Sinopsi κατευθείαν σε αυτό το αλφάβητο. Ο Gianakis αγκαλιάζεται με τον νεκρό Gkampril ψιθυρίζοντας μακεδονικές φράσεις «Ntaskal, ispantni nantvur» (δάσκαλε, βγες έξω), «Ntaskal, gkusni me» (δάσκαλε, άγγιξέ με). Κάποτε ο Gkampril που αγαπιέται όντας πεθαμένος του απαντάει στα αλβανικά, μια στιγμή πριν τον χαμό τους: «Nento vntesim, ntreprint levizin» (Εμείς πεθαίνουμε, τα δρεπάνια αχνοτρεμίζουν). Έτσι τελειώνει ο κόσμος του βιβλίου: με ένα αγκάλιασμα, με μιαν zelmpa – σ’ ένα παγωμένο βουνό όπου κυνηγιούνται οι άνθρωποι και οι γλώσσες, όπου μπλέκονται οι άνθρωποι και οι γλώσσες.

Συνεχίζω με ένα άλλο απόσπασμα από το βιβλίο: «…Να δαγκώνεις τις απορίες σου. Σαν νόμισμα ανάμεσα στα δόντια πεθαμένου ναύτη…» Η αμφιβολία είναι σπαρμένη στο βιβλίο από την πρώτη του σελίδα μέχρι και το οπισθόφυλλο. Αισθάνεστε ότι αυτό είναι το χρέος του μυθιστορήματος: να διατηρεί ζωντανή την αμφιβολία;
Χρέος: αν θέλετε, μη με μπλέκετε με τούτη τη λέξη. Χρέος έχουν οι πιστοί έναντι του Θεού τους και της συμφωνίας που κάνουν μαζί του. Εγώ προσπαθώ να είμαι όσο πιο άπιστος μπορώ – και, αλίμονο, δεν είναι διόλου απλό ή εύκολο κάτι τέτοιο.
Σας το είπα και πρωτύτερα: δεν ξέρω αν τα λεμόνια είναι μυθιστόρημα. Παρά τις ρομαντικές και μεταρομαντικές διακηρύξεις, το «κοινωνικό χρέος» του μυθιστορήματος (δηλαδή το κοινωνικό προσδοκώμενο από ένα μυθιστόρημα – και από κάθε άλλο είδος τέχνης αντίστοιχα) είναι να υπηρετεί την τάξη που το γέννησε. Ωστόσο, (κι έτσι νομίζω πως απαντώ και στην ερώτησή σας) η τέχνη, ακόμη και η πλέον καθεστωτική, ακόμη και η πλέον στρατευμένη, έχει ένα σκληρό κέντρο που κάποτε στρέφεται εναντίον του ίδιου της του εαυτού – σαν σκορπιός που αυτοθανατώνεται. Αυτή είναι για μένα και η αισθητική δύναμη ενός έργου. Το ότι κάποτε κρατάει ξάγρυπνους τους ανθρώπους που γυρεύει να νανουρίσει. Το ότι κάποτε σκορπάει υποψίες που αγριεύουν στο νου μας: πως όσο ζούμε προφταίνουμε να απιστούμε, με φόβο, με τρόμο αν θέλετε, με πάθος, με μανία, να απιστούμε σε κάθε λύση και σε κάθε κατάληξη, σε κάθε επικείμενη σωτηρία και σε κάθε επαπειλούμενο χαμό, σε όλους και σε όλα – και φυσικά στον ίδιο μας τον εαυτό. Και να διατηρούμε το δικαίωμα μας να εναλλάσσουμε φόβο και ελπίδα, αγάπη και αδιαφορία. Πως μπορούμε στην σκλαβωμένη μας ζωή να γυρεύουμε τις πιθανότητες μας – ή, για να το πω αλλιώς, να μην παραδεχόμαστε τον θάνατό μας ενώ ακόμη ζούμε, να μην πεθαίνουμε πριν από τον θάνατό μας.

Κάπου αλλού λέτε: «…Να πιστεύεις στα δάκρυα και στα τρεμάμενα πιγούνια…» Εσείς σε τι πιστεύετε; Ποια είναι η δική σας βιοθεωρία;
Με ρωτάτε σε τι πιστεύω… Αν ήμουν βιαστικός θα σας έλεγα πώς ναι, πιστεύω στις απεκκρίσεις και τις αντιδράσεις του μάταιου σώματός μας: στα δάκρια, στα χύσια, στη γκάβλα, στο τρέμουλο του πιγουνιού μας. Η, και γενικότερα, σε όσους κοκκίνισαν κάποτε τα μάγουλά τους… Είναι μια φράση που την λένε οι ήρωες του πρώτου μου βιβλίου, της Κουπέλας, επαναλαμβάνεται ξανά και στα λεμόνια, και κάθε φορά που τη φέρνω στο νου μου, ακόμη και τώρα, με συγκινεί βαθιά… Μα οι άνθρωποι χαϊδευόμαστε με τον όλεθρο: μπορούμε να πάρουμε την πίστη του πλαϊνού μας και να την κάνουμε φραγγέλιο. Οπότε (μετά από ώριμη σκέψη, που λέμε) προτιμώ να σας πω πως δεν πιστεύω σε τίποτε – μονάχα εξάπτομαι…
Δεν έχω καμία «βιοθεωρία» – οι «βιοθεωρίες» μοιάζουν με οδηγίες χρήσης εντομοκτόνου. Δεν πιστεύω σε Θεούς, σε στολές, σε σημαίες, σε σύνορα, σε θεωρίες, σε σοφά βιβλία, σε σοφές προστακτικές. Η τελευταία φράση των λεμονιών, το «gkavloste ke mi me pistevete», είναι δυο προστακτικές που αλληλοαναιρούνται – για αυτό την έβαλα και στο οπισθόφυλλο.

Έχετε απάντηση στο ερώτημα που θέτετε εσείς: «Έχουμε κουράγιο να αντικρίσουμε την αγάπη;»
Όχι, δεν έχω απάντηση. Και, σας παρακαλώ, μην το εκλάβετε ως πόζα αυτό.

Ο σύγχρονος μυθιστοριογράφος ή ο λογοτέχνης εν γένει είναι ο «τρελός» που λέει με την τέχνη του την αλήθεια; Τι κόστος έχει αυτό για τον ίδιο;
Στο προηγούμενο βιβλίο μου, τις Σημειώσεις για το τρεμάμενο σώμα έβαλα ως προμετωπίδα ένα ΥΓ. του Μανόλη Αναγνωστάκη: «Το χειρότερο ήταν πως επέμενε να γράψει την αλήθεια με αλφα κεφαλαίο». Εξακολουθώ να στρέχω σε τούτο το υστερόγραφο (ελπίζω, μετά από αυτή τη συνομιλία μας, να είναι ακόμη προφανέστερο): αποστρέφομαι κάθε αλήθεια που μπορεί να εξελιχτεί σε καθολική μεγάλη «Αλήθεια» με κεφαλαίο Α, έτοιμη να παραδώσει τους ανθρώπους στις φλόγες της. Κι ακόμη περισσότερο, αποστρέφομαι κάθε έναν που παριστάνει τον κήρυκα τούτης της καθολικής μεγάλης «Αλήθειας» κι είναι έτοιμος να διορθώσει τον κόσμο πελεκώντας τον στα μέτρα της.
Άρα μπορώ να μιλήσω μόνο για τον εαυτό μου: εμένα μου αρκεί οι άνθρωποι (και ανάμεσα σε αυτούς και οι συγγραφείς) να εκφράζουνε τις μικρές αλήθειες τους όσο πιο ελεύθερα μπορούνε, με τα δικά τους λόγια και όχι με τα εδάφια αλλονών. Αν αυτά τα λόγια τους ακούγονται στις κυρίαρχες πλειοψηφίες γνωστικά ή τρελά έχει ελάχιστη σημασία, μηδενική… Και πάλι σας επαναλαμβάνω πως μιλάω μονάχα σε ό,τι με αφορά.
Με ρωτάτε για το κόστος ετούτης της έκφρασης. Δεν το ξέρω –εδώ που τα λέμε, ευτυχώς– και δεν το έχω καλοφανταστεί. Όμως θα μπορούσα κάπως ευκολότερα να σκεφτώ το κόστος της σιωπής. Σκέφτομαι, λοιπόν, πως στη μάταιη (άρα και ανεπανάληπτη) ζωή μας εάν πνίγουμε τα λόγια μας είναι σαν να παραδεχόμαστε τον επικείμενο θάνατό μας ενώ ακόμη ζούμε. Είναι σαν να μπαίνουμε από μόνοι μας σε ένα φέρετρο και να το καρφώνουμε. Υπό την έννοια αυτή, για μένα τούτη η σιωπή είναι αβάσταχτη.