Δωμάτιο συμπίεσης-αποσυμπίεσης...

Η περιήγηση σε μια ωραία ενότητα της ηλεκτρονικής έκδοσης της Guardian, που παρουσιάζονται τα δωμάτια όπου και δημιουργούν διάφοροι συγγραφείς, στάθηκε η αφορμή να σας ζητήσω να πείτε ο καθένας δυο λόγια για το γραφείο του είτε όπως είναι στ' αλήθεια είτε όπως θα ήθελε να είναι είτε όπως ονειρευόταν παιδί ότι θα ήταν το γραφείο του, αν ονειρευόσασταν ποτέ να είστε μέσα σε ένα γραφείο... Κάνω πρώτη την αρχή, όποιος έχει τη διάθεση, ας ακολουθήσει.

Το φανταστικό γραφείο (ενίοτε και δωμάτιο της γραφής)

Το πρώτο γραφείο μου υπήρξε το τραπέζι της κουζίνας, όπου και προτιμούσα στην Α΄ Δημοτικού να διαβάζω τα μαθήματά μου, παρακολουθώντας τον μπαμπά να τρώει και τη μαμά να πλένει τα πιάτα. Εγώ έσκυβα στις σελίδες των βιβλίων και χανόμουν μέσα στο μαγικό κόσμο του Ανθολόγιου εκείνης της διετίας. Μετά αναβαθμίστηκα. Πέρασα στο μεγάλο στρογγυλό τραπέζι του καθιστικού. Δεν θυμάμαι πότε άρχισα να το προτιμώ. Είχε άπλετο φως από την τεράστια τζαμαρία του και φυτά να με ξεκουράζουν με το πράσινό τους χρώμα. Εμ, άμα είσαι στην Γ΄ Δημοτικού, ας πούμε, έχεις πολύ άγχος για τα προβλήματα των μαθηματικών που δεν μπορείς να λύσεις και χρειάζεσαι και τη συνδρομή των εκάστοτε περαστικών και καλεσμένων. Α, είναι και η τηλεόραση που την έχεις ανοιχτή και βλέπεις παιδικά, μαζί με το μίκυ μάους στηριγμένο σε ένα τασάκι να διαβάζεις. Είναι πολύ δύσκολη η ζωή στα Δημοτικά.
Μετά ήρθαν τα Γυμνάσια. Μπήκες στα ενδότερα της εφηβείας και σε πιο μέσα δωμάτιο του σπιτιού, απαλλαγμένο από την κοινή θέα. Δωμάτιο με βιβλιοθήκη και γραφείο που βγαίνει μέσα από τα ράφια της. Βαρυφορτωμένη βιβλιοθήκη με εγκυκλοπαίδειες και σχολικά βιβλία. Σε ένα ραφάκι στριμωγμένα και τα "εξωσχολικά"-λογοτεχνικά βιβλία. Αυτά κρυφοκοιτάζεις, όταν παριστάνεις ότι διαβάζεις. Έχεις πολύ διάβασμα, βρε παιδί μου, μα κανείς δεν σε καταλαβαίνει; Και μετά Λύκειο. "Σσσσς, το παιδί διαβάζει". Τα λογοτεχνικά βιβλία κατέλαβαν περισσότερα ράφια στη βιβλιοθήκη κι αυτή κοντεύει να σωριαστεί κάτω από τα λυσάρια και τα βοηθήματα και τις ασκήσεις του φροντιστηρίου. Η αναβάθμιση του γραφείου σου σημαίνει υποβάθμιση δική σου. Δεν θα περάσεις στις εξετάσεις έτσι που το πας. Και δεν πέρασες. Δικαίως. Το γραφείο με τις κρυμμένες μυθιστορηματικές βιογραφίες που διάβαζες μέρα-νύχτα, το κραύγαζε, αλλά κώφευαν όλοι, έπρεπε να κάνουν ησυχία, διάβαζες, ρε παιδί μου.
Κι ύστερα έφυγες. Πάει η οικογενειακή εστία. Άρχισες να φτιάχνεις το φανταστικό γραφείο που ονειρευόσουν από τόσο δα μικρό παιδάκι. (Τι όνειρα έκανε αυτός ο μπόμπιρας με τα γυαλάκια! Άρρωστο ήταν το παιδί, αλλά δεν το έβλεπε κανείς. Πρεσβυωπία είχαν όλοι, εσύ μύωψ του σκοτωμού. Είναι κοντόφθαλμη η ζωή, σου λέω). Στην αρχή ήταν βιβλία στο πάτωμα και ντοσιέ με χαρτιά σπαρμένα στο κρεβάτι το φοιτητικό. Και μετά ποιήματα κολλημένα με μπλου τακ στους τοίχους του δωματίου. Ακόμα σχολική ηλικία, προσχολική της λογοτεχνίας.
Άριστα. Βρήκαμε και δουλειά. Πληρωνόμαστε, αλλά δουλεύουμε τόσο που, ρε γαμώτο, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα!, έχουμε λεφτά να πάρουμε του κόσμου τα βιβλία, αλλά δεν έχουμε χρόνο να πάμε να τα αγοράσουμε. Δεν πειράζει, θα τα διαβάσουμε τη νύχτα.
Μετακόμιση κι άλλη. Κι άλλη. Γραφείο και υπολογιστής κι εκτυπωτής -χαλασμένος ακόμα είναι- ψηφιακή μηχανή μέσα στο ντουλάπι, βιβλία παντού. Στους τοίχους μόνο τοπία χαρωπά κι ευχάριστα. Ο ήλιος δύει από την μπαλκονόπορτα, αλλά δεν είσαι ποτέ σπίτι να τον δεις να κοκκινίζει το σύμπαν. Μουσικές, σιντί, χαρτιά, μολύβια χρωματιστά, στυλό, αλλά εσύ πάσχεις από τενοντίτιδα πληκτρολογίου. Άτιμη ζωή. Ο σκληρός δίσκος χωράει ακόμα πολλά. Κι άλλα γραφεία. Εκείνα που θα φτιάξεις. Εκείνα που στήνεις όπου βρεθείς, αυτοσχέδια. Γραφεία παντού. Γραφεία έχουμε, γραφές δεν έχουμε.