Η ...πανοπλία της ανθρωπιάς απέναντι στην ιαχή της μοναξιάς


(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 17/3/2007)

«...Η Σάντρα έχει μικρή κατανόηση για τις ιδιορρυθμίες των σπιτιών... Η σκέψη ότι τα σπίτια δεν είναι αλάνθαστα, όπως ακριβώς και οι άνθρωποι, και ότι γι’ αυτόν το λόγο πρέπει να ανέχεται κανείς την ανεπάρκειά τους, δεν της έχει περάσει από το μυαλό...»



Μπρος στη δημόσια συχνά ασημαντότητα και τη βλακεία της, που μαστίζει το σύγχρονο άνθρωπο με τον επιφανειακό τρόπο ζωή του, ως μοναδικό προπύργιο της ιδιωτικότητας φαντάζει η ερωτική σχέση. Ένα κουκούλι που κρατάει φυλαγμένο καλά το ουσιώδες, το σημαντικό, το ενδιαφέρον, το φλέγον, το ερωτικό. Η σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους ή για την ακρίβεια, ανάμεσα σε τρεις, όπως περιγράφεται από το γερμανό συγγραφέα Βίλχελμ Γκενατσίνο, μπορεί να είναι η πιο καίρια πράξη εκδήλωσης της ανθρωπιάς στον απόλυτο βαθμό της. «...Από πού αντλεί τη ζωντάνια της η ντροπή;...»
Ο δημιουργός του ιδιότυπου μυθιστορήματος «Η βλακεία του έρωτα» που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Βίκυς Βολιώτη, αποτελεί μια αιρετική φωνή ανθρωπιάς για τη ζωή και το τέλος της. Στην ουσία, ο Βίλχελμ Γκενατσίνο, με το βιβλίο του απευθύνει ο ίδιος ένα ηχηρό κάλεσμα -να μη πω πως πρόκειται για κραυγή απελπισίας και υπαρξιακής αγωνίας, που έτσι είναι- να στρέψουμε και να κοιτάξουμε τον εαυτό μας μέσα από τον άλλο. Αυτό το ερωτικό καθρέφτισμα μοιάζει ως το μόνο σίγουρο απάγκιο, όταν οι άνεμοι της εξωτερικής πραγματικότητας, έρχονται να μας σαρώσουν και να εξαντλήσουν τον ορίζοντα από τα μάτια μας. «...Έχω πάθει κάτι σαν εξάντληση από υπερβολική δόση πραγματικότητας...»

Και στο προηγούμενο βιβλίο του «Μια ομπρέλα για τη μέρα» (Εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Βίκυ Βολιώτη) ο συγγραφέας αυτό βροντοφώναζε: την ανάγκη του ανθρώπου να νιώσει σημαντικός μέσα από τον άλλο.
Στο μυθιστόρημα «Η βλακεία του έρωτα», ο ήρωας πάλι σε πρώτο πρόσωπο διυλίζει μέσα του κάθε εξευτελιστική λεπτομέρεια του έξωθεν κόσμου, δίνοντας μια ειρωνική μαρτυρία για την καθημερινότητα, τα δεινά και την ομορφιά της, μέσα από τα κάτοπτρα που του προσφέρουν οι δύο γυναίκες που διατηρεί μαζί τους ερωτική σχέση, χωρίς φυσικά η μία να γνωρίζει την ύπαρξη της άλλης. «...Δεν μπορώ παρά να συστήσω ανεπιφύλακτα τη μόνιμη αγάπη για δυο γυναίκες. Λειτουργεί σαν ένα θαυμάσιο, διπλό αγκυροβόλημα στον κόσμο. Σιτεύεις με αγάπη, και είναι ακριβώς αυτό που χρειάζομαι...»
Ο εσωτερικός του μονόλογος -γνώριμος στον κάτοικο αστικού κέντρου, αν μπαίνει στον κόπο να βλέπει τον κόσμο γύρω του- έχει την ένταση του ανθρώπου που αναζητά την ελευθερία του, φοβάται για το πού τον οδηγεί η ζωή του και πάσχει απ’ αυτή την πραγματικότητα που τον τυλίγει. «...Αισθάνομαι ελεύθερος. Το καταλαβαίνω από το γεγονός ότι δεν έχω να ξεκαθαρίσω τους λογαριασμούς μου ούτε με τον εαυτό μου ούτε με κανέναν άλλο...» Είναι η ιαχή της μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου που χάνει τον εαυτό του, τα ίχνη του μέσα στην αλλοτριωτική μεγαλούπολη με την εκμηδενιστική ρουτίνα που του επιβάλλει. «...Η λέξη «ψυχή» είναι αυτή που δίνει πίσω την αξιοπρέπεια σε κάθε θυμωμένο άνθρωπο...»

Η αξιοπρέπεια εδώ είναι να πολεμάει ο ήρωας για την ανθρωπιά του, για τα στοιχεία εκείνα που τον καθιστούν εύθραυστο και ευάλωτο, με αδυναμίες, πάθη και φοβίες. Η «πανοπλία» του ανοίγει σαν λουλούδι και πέφτει ξέπνοη δίπλα του σαν δέρμα φιδιού, μόνο τις στιγμές που έχει να αναλογιστεί τα αντικείμενα του πόθου του, τη Σάντρα και τη Γιούντιθ, οι οποίες -η κάθε μία με το δικό της ξεχωριστό τρόπο- κρατούν ζωντανό το λόγο της ύπαρξής του, ακόμη κι όταν εκείνος τον αποποιείται. «...Η δυστυχία των ανθρώπων είναι που πιστεύουν ότι τα προβλήματά τους μπορούν να λυθούν...»
Ο σαρκασμός, η ειρωνεία, το χιούμορ είναι από τα στοιχεία εκείνα που κάνουν ιδιαίτερη τη γραφή του Γκενατσίνο. Καθώς και η οπτική του όταν ατενίζει το ανθρώπινο τοπίο που τον περιβάλλει, στήνει ένα ιδιόμορφο λογοτεχνικό σύμπαν πολύ γοητευτικό και παράδοξα σημαντικό, μέσα από την ασημαντότητα μιας καθημερινότητας που εξονυχιστικά φέρνει σε πρώτο πλάνο ο δημιουργός, για να τη λοιδωρήσει και εν τέλει να την εξυψώσει, αναβαπτίζοντάς της με τη σφραγίδα της συγγραφικής του ματιάς. «...Όσο παράγει κανείς χωρίς να έχει αντίπαλο είναι πολύ απλό να ονομάσει τον εαυτό του καλλιτέχνη...»

Παρατηρητής έξοχος της αστικής σφύζουσας κινητικότητας στους δρόμους και στους δημόσιους χώρους ο Γκενατσίνο δείχνει τη ματαιότητα του αναλώσιμου κόσμου, εισχωρώντας με το νυστέρι της ειρωνείας του σε κάθε δυνατή πτυχή του και ανατέμνοντας τη μηδαμινότητα του παρόντος. «...Από παιδί ήξερα ότι ο θάνατος είναι μια απόμακρη βρωμιά, την οποία μάλιστα προξενούμε οι ίδιοι στον εαυτό μας...» Ο φόβος για τον καθημερινό θάνατο που συντελείται από την ασημαντότητα αυτών που ζει κανείς, είναι ο εφιάλτης που κατατρέχει τον πρωταγωνιστή της «βλακείας του έρωτα». Ο τίτλος άλλωστε του βιβλίου μοιάζει παραπλανητικός, αλλά είναι απολύτως βάσιμος: αυτό που βλέπουμε εν είδει Αποκάλυψης -άλλωστε με αυτή ασχολείται επαγγελματικά και ο μυθιστορηματικός ήρωας- όταν φορέσουμε τα χρωματιστά γυαλιά του έρωτα, είναι και η ουσία της ύπαρξής μας, η ομορφιά της, η γοητεία της, η πρόκλησή της να παραμείνουμε ζωντανοί, ακέραιοι, ατόφιοι, ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Με το κεφάλι στραμμένο στον άλλο για να δούμε το μέλλον που έρχεται αθόρυβα, τη ζωή που παρέρχεται χωρίς τυμπανοκρουσίες, τον ίδιο μας τον εαυτό χωρίς την πανοπλία της ασημαντότητας που μας περιβάλλει, δυνατό και αναγεννημένο, σημαντικό και απογυμνωμένο από τη μιζέρια του ελάχιστου. «...Η ζωή δεν λαμβάνει υπόψη της αυτό που δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε...»

Αυτόν τον άνθρωπο που δεν είναι άγιος, που είναι θνητός και πεπερασμένος, ακόμη και κουρασμένος, πανικόβλητος μπροστά στη ζωή που του δόθηκε και δεν ξέρει τι να την κάνει, αυτόν τον άνθρωπο υμνεί ο Γκενατσίνο. Αυτόν που ταλαιπωρείται και παραδίνεται, νιώθει την κόπωση από το βίο του -τον διόλου ανθόσπαρτο και μυθιστορηματικό- να τον καταβάλλει και το ομολογεί, αυτόν τον άνθρωπο που κοιτάζει ψηλά κι ας είναι πεσμένος στα πεζοδρόμια και τις αιχμηρές χαράδρες των άστεων. Αυτόν αγκαλιάζει με αγάπη, συμπάθεια και ανθρωπιά σπάνιας υφής και σημασίας.