Η μεταφυσική ανάταση μέσα από την «πλοκή» της Ιστορίας

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 10/3/2007)

«...Ένιωθε σαν ένας πύργος από άμμο, εφήμερος και εύθραυστος, απέναντι σ’ ένα φοβερό και αήττητο μεσαιωνικό οχυρό. Ένα κομψό και επιτηδευμένο σπίτι φτιαγμένο από ένα παιδί στον αμμόλοφο, που έμελλε να καταρρεύσει κάτω από το λιθοβολισμό των φρουρών της πραγματικότητας...»





Δύο άνθρωποι από τα βάθη του Μεσαίωνα και ο έρωτάς τους, φλογερός και καταστροφικός και για τους δύο. Εκείνος, ο Ρομάν, καλόγερος του τάγματος των Βενεδικτίνων μοναχών και αρχιτέκτονας. Εκείνη, η Μοϊρά, μυημένη στον παγανισμό των Κελτών. Η θρησκεία και η βίαιη επιβολή της κατά τα μεσαιωνικά πρότυπα θα γίνει η πυρά που θα τους χωρίσει για πάντα. Όχι ακριβώς για πάντα.
Μια μεσαιωνοδίφης αρχαιολόγος, η Ζοανά, από τα έξι της χρόνια ήδη κατά την επίσκεψή της στο όρος Σαιν-Μισέλ, θα επωμιστεί το δυσβάσταχτο βάρος ενός άγνωστου για κείνη ρόλου της ευθύνης να τους ενώσει ξανά στο μέλλον. Με κόστος για 27 χρόνια να σέρνει στο ασυνείδητό της ένα όραμα και εφιάλτες με τον ακέφαλο άνδρα που την καταδιώκουν όχι τυχαία. Με κέρδος, ωστόσο, την αποκάλυψη της αγάπης στην απόλυτη μορφή της.
Η μεταφυσική, η πίστη, η ιστορία, η αρχαιολογία, η θρησκεία δίνουν το μυθιστορηματικό οβολόν τους στους συγγραφείς Frederic Lenoir και Violette Cabesos να συνθέσουν ένα ψηφιδωτό ανάμεσα στο Μεσαίωνα και το σήμερα στο βιβλίο τους «Η υπόσχεση του Αρχαγγέλου» (που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Ηλέκτρα σε μετάφραση Βέρας Δαμόφλη και επιμέλεια Βίκης Δέμου), με ένα στόχο: να βρει εκείνος που ζητάει τη δύναμη να αντέξει την αγάπη και να την υπερασπιστεί για τον εαυτό του και τους άλλους, μέσα από τον εαυτό του και τους άλλους. «...Η ελπίδα βρίσκεται μεταξύ γης και ουρανού, μέσα στην ανθρώπινη καρδιά...»

Η ταραγμένη αλλά ακατάβλητη ψυχή της Ζοανά θα γίνει η Ελπίδα. «...Η νεαρή γυναίκα είχε το παράξενο αίσθημα ότι κολυμπούσε κόντρα στο ρεύμα της ζωής της...Είχε ξεκινήσει την ψυχανάλυση με την ίδια λογική που κάποιος αποδέχεται ένα δεκανίκι...γλιστρούσε αργά αλλά αναπόφευκτα προς ένα τίποτα που ενάντιά ήταν μάταιο ν’ αντισταθεί, όπως ήταν και ανώφελο να το επισπεύσει...» Η αγνή ψυχή του μικρού κοριτσιού που ήταν η Ζοανά, του τρυφερού αλλά πληγωμένου αυτού πλάσματος, θα γίνει ο καλός αγωγός που θα περάσει στο μέλλον η αγάπη των δύο κατατρεγμένων ερωτευμένων, του Ρομάν και της Μοϊρά, με έναν τρόπο που επιβάλλει η ιστορική συνέχεια και η ανίχνευσή της από την ιστορική και αρχαιολογική επιστήμη. «...Αν έχουν μνήμη οι πέτρες, επανέλαβε ο Φρανσουά παραμερίζοντας ένα τσουλούφι που έπεφτε στο πρόσωπο της Ζοανά. Ναι, αναπολούν τους ανθρώπους που άλλοι άνθρωποι λησμόνησαν στο πέρασμα του χρόνου. Μαρτυρούν σε εκείνους που ξέρουν να τις ακούν, σε ιστορικούς, σε αρχαιολόγους παθιασμένους...»
Το ασυνείδητο της πρωταγωνίστριας γίνεται ο καμβάς για να υφανθεί όλο το μεσαιωνικό μυστηριώδες δράμα που ψάχνει λύτρωση στο παρόν, μέσα από την εξερεύνηση του δύσβατου παρελθόντος. Το ζητούμενο είναι ο εξαγνισμός από την απελπισία και τη διαφεύγουσα ευτυχία της ολοκλήρωσης, της πληρότητας, της επίτευξης της ολότητας. «...Μην ξεχνάς: πρέπει ν’ ανασκάψεις τη γη για ν’ ανέλθεις στον ουρανό* να είσαι το λίπασμα του εαυτού σου, να κατοικήσεις στα σκοτάδια των πληγών σου για να βρεις το φως σου...»

Ιστορικό το μυθιστόρημα θα μπορούσε αναμφίβολα να είναι λίγο πιο σύντομο και πιο πυκνή η γραφή χωρίς τις εξαντλητικές σε κάποια σημεία περιγραφές, ωστόσο από ένα σημείο και έπειτα η πλοκή της υπόθεσης είναι τόσο ελκυστική που δεν μπορείς να μην φτάσεις μέχρι το τέλος της. Τα κεφάλαια του βιβλίου εναλλάξ μεταφέρουν τον αναγνώστη από το παρόν στο παρελθόν, ακολουθώντας μια συνοχή που γίνεται αντιληπτή κατά τη λήξη του δράματος που εκτυλίσσεται με πρωταγωνιστές ανθρώπους που επιχειρούν είτε να δρομολογήσουν το πεπρωμένο τους είτε να το δημιουργήσουν οι ίδιοι είτε να το χαλιναγωγήσουν είτε το αφήνουν να τους πάει όπου θέλει αυτό. «...Είναι αυθάδεια και ματαιότητα να επιζητούμε να ελέγξουμε το ανεξέλεγκτο, και ανοησία να νιώθουμε φόβο...»
Υποβλητική η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος εναρμονίζεται με την ψυχική κατάσταση της κεντρικής ηρωίδας η οποία διχάζεται ανάμεσα στην ορθολογική σκέψη που της επιβάλλουν η εποχή και οι σπουδές της και στη μεταφυσική που φροντίζουν οι δημιουργοί του βιβλίου να διαπερνά κάθε γραμμή του με μαεστρία. «...Η πέτρα είναι από μόνη της πρόκληση για τους επιτιθέμενους ανθρώπους και για τον αιώνιο εχθρό: τον χρόνο. Η πέτρα αψηφάει από μόνη της τους αιώνες δίνοντας μια εντύπωση αιωνιότητας...»
Ο αναγνώστης είναι εκεί για να αποφασίσει πώς θα δεχτεί τη λογοτεχνική εκδοχή που του προσφέρεται, πώς θα διαμορφώσει αυτό που δέχεται ως αληθινό -όχι ιστορικά, αλλά υπαρξιακά, μέσα του. «...Σε εξαιρετικές περιπτώσεις δεν την ενοχλούσε να πει ψέματα, το μόνο που μετρούσε ήταν η αποτελεσματικότητα της ψευτιά. Ήταν ζήτημα πνευματικής επιβίωσης...» Η αστυνομική πλοκή, λόγω αλλεπάλληλων φόνων που εμφανίζονται, λειτουργεί θετικά ως εύρημα για την ιστορία από ένα σημείο κι έπειτα. Γίνεται η κινητήριος δύναμη της υπόθεσης του βιβλίου. Σε ορισμένα σημεία νιώθει ο αναγνώστης τις σαφείς επιδράσεις από «Το όνομα του ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο, τουλάχιστον σε επίπεδο όλων εκείνων των λεπτομερειών που αφορούν τη μοναστηριακή ζωή.

«...εκείνος ζει σ’ έναν ναό μέσα στον ουρανό, εκείνη σε μια καλύβα πάνω στη γη, και τους χωρίζει μια θάλασσα...» Οι παράλληλες ιστορίες αγάπης: του Ρομάν και της Μοϊρά από τη μεσαιωνική εποχή και αυτή της Ζοανά με τον παντρεμένο Φρανσουά -στην αρχή και στη συνέχεια με μια άλλη αινιγματική φιγούρα- και τον ιδιαίτερο Σιμόν από το μυθιστορηματικό παρόντα χρόνο του βιβλίου, συμβαίνουν στο «βεβαρημένο» -ιστορικά- φόντο του παράξενου αυτού βράχου όπου παρουσιάζεται ως κατοικία του Αρχάγγελου Μιχαήλ («...στα εβραϊκά, Μιχαήλ σημαίνει «αυτός που είναι όπως ο Θεός»...») και όπου φυσικά η μορφή του δεσπόζει ως επισειόμενη απειλή πάνω από τα κεφάλια εκείνων που έχουν λόγο να φοβούνται τη θεία δίκη, αλλά και την εγκόσμια δικαιοσύνη. Η αλήθεια αποδεικνύεται υπερκόσμια και απαντάει σε μία λέξη που περικλείει το παν για την ευτυχία του ανθρώπου: αγάπη. Στον υπέρτατο βαθμό και με τον πιο δύσκολο να διατηρηθεί άσβεστη και αναπόφευκτο όρο για να αντέξει: την ελπίδα.