Πίσω από το παραπέτασμα του θεάτρου και της ζωής

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 24/2/2007)

«...Αλλά έτσι είμαστε εμείς οι θεατρίνοι. Φως του Αυγούστου και σκοτάδι του Δεκέμβρη συγχρόνως, δεν μπορείς να χωρίσεις την καλή από την κακή μας πλευρά...Αυτό, λοιπόν, ήταν το θέατρο; Η πραγματικότητα ή η μίμησή της; Η επίδειξη κάποιων γεγονότων ή το ερέθισμα της φαντασίας των θεατών για να μπορέσουν να τα υποθέσουν;...»



Για εκείνο που δεν σε προετοιμάζει κανείς στη ζωή και το θέατρο, είναι την ώρα που η αυλαία πέφτει, τα φώτα σβήνουν, οι θεατές αποχωρούν και μένεις μόνος στη σκηνή του εαυτού σου, χωρίς κοστούμια, χωρίς μάσκες και λόγια γραμμένα, υπαγορευμένα από ένα ρόλο. Είσαι μόνος εκεί να αντιμετωπίσεις τη ζωή και το θάνατο. Σαν μυστήριο. Κάποτε αστυνομικό και κάποτε απλώς ανεξιχνίαστο.
Απέναντι σ’ αυτό το μυστήριο στέκεσαι πάντα σαν ένας αδαής επαρχιώτης με ένα διακαή πόθο, ας πούμε σαν τον Αλέξανδρο Μπούρχαμ που φτάνει το 1613 στο Γκλόουμπ Θήατερ στο Λονδίνο, για να ανέβει στη σκηνή και να παίξει. Ο εν λόγω ήρωας είναι ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος του Βάιου Παγκουρέλη, «Ένα κρανίο για τον Γιόρικ» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Νεφέλη. Πρόκειται για ένα βιβλίο που χρησιμοποιεί το μανδύα τόσο του ιστορικού όσο και του αστυνομικού μυθιστορήματος, για να φέρει τον άνθρωπο απέναντι από τον εαυτό του ως οντότητα δρώσα. «...Γιατί και τα ξύλα πεθαίνουν, όπως οι άνθρωποι και τα ζώα, μόνον που ο θάνατός τους λίγους στενοχωρεί. Αφού οι περισσότεροι πιστεύουν ότι όλα φτιάχτηκαν από τον Θεό γι’ αυτούς και μόνον, λες και ο Θεός με τη σοφία του την τεράστια θα μπορούσε να φτιάξει τον κόσμο με κέντρο ένα τόσο ευτελές στοιχείο, όπως ο άνθρωπος...»

Εκείνο που καταφέρνει το συγκεκριμένο έργο του αείμνηστου Παγκουρέλη (ένας από τους λόγους να διαβάσω το βιβλίο, ήταν και το ότι άρχισε να δημοσιογραφεί το 1972 από τη Βραδυνή), είναι -πέρα από τη θεατρική μυρουδιά και την αχλύ των παρασκηνίων της σεξπιρικής εποχής- ο αποτελεσματικός τρόπος που αντιπαραβάλλει συνεχώς τη ζωή με τη θεατρική σκηνή. Και ξέρει να το κάνει πολύ καλά. Αυτή είναι και η ουσία του βιβλίου. «...Οι άνθρωποι πεθαίνουν, ενώ τα κείμενα μένουν για πάντα στους αιώνες...»
Προσωπικά με συγκινεί το γεγονός ότι κράτησα στα χέρια μου ένα βιβλίο που ο συγγραφέας του δεν είδε ποτέ να εκδίδεται ούτε και θα δει ποτέ πώς το αντιμετωπίζουν οι αναγνώστες του. «...δεν πιστεύω ότι υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα από την αναχώρηση της ψυχής, όταν το σώμα μένει πίσω...» Είναι ένα κείμενο απογυμνωμένο αναπόφευκτα από τη συγγραφική περσόνα και την όποια δυναμική της -όπως τα κλασικά έργα- ενώ την ίδια στιγμή έχει βασιστεί απολύτως στην αγάπη, την εμμονή και τη συμπυκνωμένη γνώση του συγγραφέα για το θέατρο. «...Η μαγεία του θεάτρου από τότε δεν με άφησε ποτέ πια. Σαν τους αρρώστους, που κι όταν γειάνουν έχουν μέσα τους πάντα το σαράκι, έτοιμο να ξαναβγεί στα μάγουλά τους, σκεπτόμουν τα λόγια και τις κινήσεις, τις ιστορίες και τους ήρωές τους μέρα και νύχτα...»

Το βιβλίο διαθέτει πλοκή και μάλιστα αστυνομική, αφού υπάρχουν τρεις θάνατοι τουλάχιστον και μερικοί ακόμη γρίφοι που ο αναγνώστης μπορεί να ασχοληθεί με την αποκάλυψή τους. «...ολόκληρο το θέατρο έμοιαζε με μεγάλη κατσαρόλα, που μέσα της έβραζε η τέχνη, φτιάχνοντας τα καλύτερα και τα χειρότερα φαγητά...» Να ομολογήσω ότι δεν παρακολούθησα την πλοκή. Εκείνο που με γοήτευσε ήταν ο κόσμος του θεάτρου έτσι όπως παρουσιάζεται από τον Παγκουρέλη, με τη γλώσσα και το ύφος και την υφή της γραφής του. Φταίει και το γεγονός ότι τελευταία, ακριβώς επειδή βρέθηκα συχνά να παρακολουθώ θεατρικές παραστάσεις, αναρωτιόμουν διάφορα πράγματα για τους ηθοποιούς και το βίο τους πάνω στο σανίδι και πίσω από τη σκηνή. «...Ένα απατηλό φαινόμενο, όμως, δεν είναι και όλο το θέατρο;...» Σκεφτόμουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σε καθημερινή βάση αυτοί οι καλλιτέχνες και πόσο πολύ θα πρέπει να αγαπούν την τέχνη τους για να αντέχουν να την υπηρετούν. Σκεφτόμουν πως πρέπει να τους τρώει το θεατρικό σαράκι, αλλιώς γιατί κοπιάζουν τόσο για κάτι που θα κερδίσει το στιγμιαίο χειροκρότημα και μετά θα χαθεί. «...και το θέατρο και η θάλασσα γεννούν την ίδια αίσθηση, όταν τα καλοκοιτάξεις και τα δύο* την αίσθηση της ματαιότητας...»
Για μερική ώρα μόνο ο θεατής θα βρεθεί σε ταύτιση με τον ηθοποιό και θα επιτευχθεί μια μαγεία που δεν εξηγείται, δεν «πιάνεται», δεν εξαργυρώνεται σε τίποτα άλλο. Όπως και στη ζωή, οι μαγικές στιγμές μας διαρκούν ελάχιστα και μένουν μέσα μας για πάντα, μας καθορίζουν και μας προσδιορίζουν. Είμαστε άλλοι μετά τη συνάντηση μαζί τους. Κάπως έτσι γίνεται και με τις θεατρικές παραστάσεις. Βγαίνεις ένας άλλος μετά το τέλος τους, αλλά αυτό που έζησες, δεν μπορεί να επαναληφθεί με κανέναν άλλον τρόπο. «...Όταν κάτι χαθεί πάνω στη σκηνή, δεν ξαναβρίσκεται...»

Η βαθιά πνευματικότητα που ενυπάρχει στη θεατρική τέχνη, διαπερνά και το μυθιστόρημα του Βάιου Παγκουρέλη με έναν τρόπο απλό και ευθύβολο, χωρίς βαρύγδουπες και κούφιες εκφράσεις, χωρίς εφέ, ήσυχα, γαλήνια και αληθινά. «Το απλό είναι το πιο κρυφό και το ευθύ το πιο δύσκολο». Η υπαρξιακή αγωνία που είναι σύμφυτη με την τέχνη του θεάτρου, αφού μοιάζει να γεννήθηκε για να εξηγήσει και να ξορκίσει το θάνατο, μέσα από τη διαρκή τριβή με της ζωής τα συμβαίνοντα, εκφράζεται στο εν προκειμένω λογοτεχνικό έργο του Παγκουρέλη με υποδειγματικές αποφθεγματικές προτάσεις. «...Μου υπέδειξες την εξήγηση της ζωής μέσα στο θέατρο, έστω κι αν το θέατρο δεν αντιγράφει, δεν πρέπει να αντιγράφει τη ζωή, αλλά να την αντιπαλεύει...» Εγώ αυτές αποθησαυρίζω σ’ αυτό το κείμενο για το βιβλίο, καθώς τις θεωρώ σημαντικές και σε μένα ως αναγνώστρια αυτές «μίλησαν», παραγκωνίζοντας την υπόθεση του βιβλίου, όπως μου συμβαίνει και με τις θεατρικές παραστάσεις που παρακολουθώ: μπορεί να μην θυμάμαι τη δομή ή την εξέλιξη ενός έργου, αλλά αποθηκεύω για πάντα μέσα μου τις στιγμές που ο ηθοποιός με τα λόγια ή τη σιωπή του με «συνάντησε».
Έτσι και σ’ αυτό το μυθιστόρημα, εγώ ένιωσα να «συναντάω» το συγγραφέα εκεί που βρήκα την πρόθεσή του: τη θέαση της ψυχής μέσω του θεατρικού σανιδιού, πότε ως φόντου και πότε ως ζώσας μυθιστορηματικής πραγματικότητας. «...Οι άνθρωποι δεν πρέπει, όχι, δεν πρέπει να είναι ευτυχείς. Πρέπει να παριστάνουν ότι είναι. Πρέπει να παριστάνουν όσο πιο καλά μπορούν, και μετά, φεύγοντας, να χαίρονται από τα παρασκήνια την επιδοκιμασία του άυλου χειροκροτητή...Κι εγώ υπέπεσα στην ύβρη. Που είναι, εντέλει, και η μοναδική σοβαρή ύβρις ολόκληρου του ανθρώπινου είδους απέναντι στους θεούς: Μπόρεσα και έζησα ευτυχισμένος...»