Στα σκοτεινά μονοπάτια της μνήμης και της λήθης

(To κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 10/2/2007)


Γκόθικ ατμόσφαιρα σε σύγχρονες μητροπόλεις της μοναξιάς και της απομόνωσης, με την ποίηση να βρίσκει τρόπο να παρεισδύει στη μυθιστορηματική πλοκή και τη λογοτεχνία να συμπληρώνει το σκηνικό της ψυχογραφικής διάθεσης του δημιουργού. Ο άνθρωπος και τα αισθήματά του τίθενται στο επίκεντρο και διαπλέκεται γύρω από τους ιστούς της μνήμης, μέσα από τους διαδρόμους της σκέψης, η δομή ενός βιβλίου που διαπνέεται από έναν μεγάλο φόβο για τον αναγνώστη. Αυτόν της απώλειας της μνήμης είτε ως πραγματικό γεγονός είτε ως δυνητικό.

Είναι τα τερτίπια των εγκεφαλικών νευρώνων που μπορούν να καθορίσουν τη ζωή ενός ατόμου αλλά και το τέλος της κατά πώς υπαγορεύουν οι ανεξερεύνητες βουλές τους και αυτά επιχειρεί να αναπλάσει λογοτεχνικά με τη βοήθεια της τέχνης του ο καναδός συγγραφέας Τζέφρι Μουρ στο δεύτερο μυθιστόρημά του. «...το παράλογο της τέχνης και το λογικό της επιστήμης ποτέ δεν πρέπει να το διαχωρίζεις...».
Το βιβλίο του με τίτλο «Οι καλλιτέχνες της μνήμης» που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις Εμπειρία Εκδοτική, σε μετάφραση από τη Βάνια Λαμπρινίδου, αποτελεί ένα εγχείρημα φιλόδοξο, αφού ο συγγραφέας ξεκινά να ταξιδέψει τον αναγνώστη του σε terra incognita, αυτή της νόσου του Αλτσχάιμερ. «...Η χώρα του Αλτσχάιμερ είναι μια ξένη χώρα...» Κι αυτό το επιδιώκει χρησιμοποιώντας ένα ευρηματικό δίπολο: απέναντι από την απέραντη λήθη της εν λόγω νόσου θέτει τη συναισθησία. «...Καμιά φορά πιστεύω πως αυτοί που δεν έχουν συναισθησία κάτι χάνουν. Περίπου σαν να έχουν αχρωματοψία...» Οι συναισθητικοί άνθρωποι βρίσκονται σε μία κατάσταση κατά την οποία ένα ερέθισμα μιας αίσθησης γίνεται αντιληπτό από μία άλλη αίσθηση, ενώ ταυτόχρονα η μνήμη τους μοιάζει ανεξάντλητη και άφθαρτη, τουλάχιστον όπως παρουσιάζεται μέσα από τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου, ο οποίος έχει την κατάρα του να μην ξεχνάει τίποτα. «...Καμιά φορά αισθάνομαι ότι το μυαλό μου θα εκραγεί καμιά μέρα, σαν τις σακούλες που βάζουμε στην ηλεκτρική σκούπα. Και θα γεμίσει όλος ο τόπος με σκόνη μνήμης...»

Την ίδια ώρα, η μητέρα του αρχίζει να ξεχνάει σιγά σιγά ακόμη και τα πιο βασικά πράγματα για την ίδια της τη ζωή και την επιβίωση. Απομακρύνεται από τον ίδιο τον εαυτό της εξαιτίας των εγκεφαλικών της κυττάρων που καταστρέφονται με ρυθμούς καταιγιστικούς. Και ο γιος της κάνει τα πάντα για να αναστρέψει αυτή την εξέλιξη. Θα τα καταφέρει; Η αγάπη μπορεί να νικήσει ακόμη και την αμετάκλητη φθορά του χρόνου; Φτάνει η ακλόνητη επιθυμία για να μεταστρέψει κανείς τον ίδιο τον πεπρωμένο εαυτό του; «...Η επιθυμία ισοδυναμεί με τη δημιουργία. Αν μπορούσαμε να μετρήσουμε την επιθυμία, θα μπορούσαμε να προβλέψουμε και την επίτευξη των στόχων μας...»
Ο Τζέφρι Μουρ κατορθώνει να δημιουργήσει μια υποβλητική ατμόσφαιρα που σε αιχμαλωτίζει στην αιθάλη της -αυτό είναι και το δυνατό σημείο του βιβλίου-, επιστρατεύοντας πέρα από το ατού του προσωπικού στιλ γραφής του, και τις λογοτεχνικές αναφορές που τουλάχιστον ελκύουν το βιβλιόφιλο κοινό και συμβάλλουν σ’ αυτή την πολυδιαφημισμένη διακειμενικότητα. Ο καναδός συγγραφέας καταφέρνει να κρατήσει την αγωνία του αναγνώστη για την έκβαση της υπόθεσης του μυθιστορήματός του μέχρι τέλους, στήνοντας ένα μυστήριο που αναρωτιέσαι για τη λύση του καθώς και τι ρόλο μπορεί να διαδραματίσει σ’ αυτή η ποίηση. «Οι επιστήμονες μπορούν να μιλάνε για την ανθρώπινη φύση, αλλά μόνο οι ποιητές μπορούν να απελευθερώσουν τα συναισθήματα που κρύβονται μέσα σε μια κλειστή καρδιά».

Αν και το μυθιστόρημα του Τζέφρι Μουρ διέπεται από μια ισχυρή εσωτερική συνοχή, κάτι που συνέβαινε όσον αφορά τη δομή του βιβλίου και στο πρώτο του βιβλίο «Σε δεσμά κόκκινων ρόδων» με άλλο τρόπο και μορφή, από ένα σημείο και ύστερα, ο αναγνώστης ταλαιπωρείται να παρακολουθήσει την πλοκή στους «Καλλιτέχνες της μνήμης», καθώς οι ρόλοι των ηρώων μπερδεύονται σε ένα παιχνίδι στο χρόνο και είναι δυσδιάκριτο ποιος είναι ποιος. «...Η αναζήτηση της λογικής είναι κι αυτό ένα είδος τρέλας...» Σ’ αυτόν τον γκροτέσκο παραλογισμό των τελευταίων σελίδων του μυθιστορήματος εκείνο που σώζει την κατάσταση, είναι η ευαισθησία του ίδιου του Μουρ που διαπερνά όλο το βιβλίο έτσι κι αλλιώς. Είναι η τρυφερότητα που έχει εμφυσήσει στον κεντρικό του ήρωα, το Νόελ Μπέριν, που με αυτοθυσία προσπαθεί να νικήσει τη νόσο της μητέρας του. Είναι ο άνθρωπος που προσπαθεί να κερδίσει την ίδια του τη ζωή, ακόμη και χάνοντας κάτι από εκείνο το χαρακτηριστικό που τον διακρίνει από τους άλλους, την ατράνταχτη μνήμη του.
Η ζωή και ο θάνατος μέσα σ’ αυτό το βιβλίο ακολουθούν τη διελκυστίνδα ενός άλλου συγκλονιστικού δίπολου αυτού της μνήμης-λήθης. «Δε θα ήθελα να πεθάνω δυο φορές -είναι βαρετό». Μην ξεχνάμε όμως ότι αυτή η δική μας λέξη με την τόσο βαρύνουσα σημασία που εμπεριέχει όλο το νόημα της ύπαρξής μας κάποτε, η λέξη «αλήθεια», αποτελείται από το στερητικό «α» και τη λέξη λήθη. Τη δική του αλήθεια, λοιπόν, ως μάρτυρα στην ασθένεια που ταλαιπώρησε και τους δύο του γονείς, τη νόσο του Αλτσχάιμερ, καταθέτει με γλυκύτητα, τρυφερότητα, γοητεία και άλλες στιγμές με αμηχανία, αλλά πάντα με ξέχωρη ανθρωπιά ο καναδός δημιουργός.