Το απέραντο σκότος μιας βιβλιοφιλικής καρδιάς

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 20/1/2007)


«...Και πάνω στο τσιμέντο, όπως καταλαβαίνετε νιώθω φρίκη και μόνο που το λέω, του ζήτησε να αρχίσει να χτίζει χρησιμοποιώντας τα βιβλία του αντί για τούβλα...»



Άνθρωποι που χρησιμοποιούν τα βιβλία ως δεκανίκι να πορευτούν στη ζωή, ίσως φτάσουν κάποια στιγμή, σαν εκείνο το παραμύθι του Πινόκιο, αυτό το «χάρτινο πόδι» τους να πιστέψουν ότι είναι ζωντανό, σάρκινο, με οστά και αίμα, δηλαδή αληθινό. Αυτή είναι και η μεγάλη παγίδα. Η τυφλή πίστη που είναι τόσο κοντινή με το θυελλώδη έρωτα και την καταστροφική αγάπη, καθώς νομίζει το «θύμα» και θύτης του ίδιου του εαυτού, κάθε φορά ότι δεν μπορεί να ζήσει δίχως αυτά. Κι όμως μπορεί, απλώς μαζί τους ζει καλύτερα, μέχρι το σημείο βέβαια που αυτό «το δεκανίκι» θα παραμείνει χάρτινο -που σε γεμίζει αμφιβολία και αναρώτηση και σε κρατάει ξύπνιο σε εγρήγορση- και άρα ωφέλιμο.
Όταν ξεπερνιούνται τα όρια και η υποταγή σε ένα πάθος -ακόμη κι αν πρόκειται για το βιβλιοφιλικό- φτάσει να γίνει μονόδρομος, τότε δεν μένουν και πολλά περιθώρια στον πάσχοντα να ανανήψει. Τουλάχιστον αυτή τη μαύρη και μαγική εικόνα σκιαγραφεί ο Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες στο σύντομο μυθιστόρημά του με τίτλο «Το χάρτινο σπίτι» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Λένας Φραγκοπούλου. Υπάρχει πάντα όμως ένα σταθερό καταφύγιο της ανθρωπιάς και της ευαισθησίας που τα βιβλία έχουν φροντίσει να αφήσουν αλώβητο, μέσα στην ίδια τους την ανθρωποφαγική διάθεση και ιδιότητα, το οποίο δεν είναι άλλο από την Καρδιά. Αυτή την αιμάτινη μικρή μάζα που χτυπάει κατά πώς θέλει παρά τις επιταγές και προσταγές του δύσμορφου και σαλεμένου μυαλού. Το Αίσθημα επιβιώνει παρά την εκτός ορίων διαφυγή της σκέψης. Η δύναμή του μπορεί να υπερβεί τις ανθρώπινες αντοχές, ακόμη κι αν είναι πια αργά, ακόμη κι αν έχουν όλα πια χαθεί.
Το βιβλίο του αργεντίνου συγγραφέα έχει πολλαπλά επίπεδα αναγνώσεως. Καταρχάς, το ζήτημα της ίδιας της αγάπης για την ανάγνωση, για τα βιβλία, για τις χάρτινες αυτές μικρές ή μεγάλες ζωές που πάλλονται μόνο αν βρεθούν στα δικά σου χέρια και μπροστά στα δικά σου μάτια για να τις διαβάσεις. «...Τα βιβλία στο σπίτι μου προελαύνουν σιωπηλά, αθώα. Δεν μπορώ να τα αναχαιτίσω...» Ο δημιουργός δεν παραλείπει σε αντιδιαστολή με αυτή την αγάπη η οποία τον έχει παρακινήσει να γράψει ένα βιβλίο για τα βιβλία, να ειρωνευτεί τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή, τους μηχανισμούς προβολής των σύγχρονων λογοτεχνών και των έργων τους και όλη αυτή την ψυχοφθόρα διαδικασία ανάδειξης καταρχάς και καταβαράθρωσης εκ των υστέρων. Ο ακαδημαϊκός κόσμος στο μυθιστόρημα αυτό συμβολικά και σημειολογικά δέχεται το πλήγμα το καίριο, αλλά εκείνος που αναλαμβάνει να τον «σώσει» -ακόμη πιο σημειολογικά- αποδεικνύεται ο «τρελός βιβλιόφιλος» που χτίζει ένα σαθρό σπίτι από βιβλία και λογοτεχνία και το οποίο αποφασίζει να γκρεμίσει μόνον, όταν καταλάβει ότι το αντικείμενο του πάλαι ποτέ πόθου του χρειάζεται επειγόντως την επικοινωνία μαζί του με την αποστολή ενός αντίτυπου σπάνιου και πολύτιμου. Δεν θα τη σώσει, αλλά θα καταβάλει τη μεγαλύτερη προσπάθεια στη ζωή του, την πιο φιλότιμη, την ιδανική, αυτή που θα τον κάνει να γκρεμίσει ακόμη και τα τείχη της τρέλας του. Φυσικά, για την καρδιά μιας γυναίκας. Κι ας είναι μάταιος ο κόπος του κι ας είναι μάταιη η έκλαμψη των αισθημάτων του και η συσκότιση της παράνοιάς του, μετράει η πρόθεσή του να σωριάσει το οικοδόμημα των χιλιομπλεγμένων εγκεφαλικών του νευρώνων, προκειμένου να δείξει στην αγαπημένη του για μια βραδιά ότι μπορεί να κάνει για κείνη τα πάντα, ακόμη και να ξεπεράσει την τρέλα του, γιατί εκείνη η αγαπημένη το ζητά, χρειάζεται την απόδειξη αυτής της αγάπης. «...Μέρες προσπαθούσε, αλλά τα είδατε και με τα μάτια σας. Δεν έμεινε τίποτα. Το γκρέμισε μοναχός του. Με το σφυρί του, τον βλέπαμε από δω. Ήταν για λύπηση, μα το Θεό. Γιατί το σπίτι δεν ήταν κι άσκημο...»
Στις σελίδες του «Χάρτινου Σπιτιού» ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει τον εαυτό του ανάλογα με τις βαθμίδες των βιβλιοφιλικών του νευρώσεων, των συνηθειών του, των προτιμήσεων και φυσικά ανάλογα με το ρόλο που έχουν διαδραματίσει τα βιβλία στη ζωή του. Πόσο μπορεί ένα βιβλίο να σου αλλάξει τη ζωή; Πόσο μπορεί να καθορίσει το πεπρωμένο σου; Πόσο μπορείς ως αναγνώστης να πιστεύεις ότι ένα βιβλίο έχει τη δυναμική να τα κάνει όλα αυτά και με ποιον τρόπο, βεβαίως; Ο Ντομίνγκες χειρίζεται το θέμα του με λεπτότητα, χιούμορ και τακτ, αφήνει τη μαγεία των βιβλίων και της ανάγνωσης να σε τυλίξει, ακόμη και να σε τρομάξει, αν αποδειχθείς βιβλιόφιλος που βρίσκεσαι κοντά στο επικίνδυνο όριο να θεωρείς τα βιβλία κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Τα βιβλία είναι βιβλία. Και οι άνθρωποι είναι άνθρωποι. Και τα βιβλία μπορούν να γίνουν πολύτιμα μόνο γιατί αφορούν ανθρώπους, αναφέρονται σε ανθρώπους ή περιμένουν ανθρώπους να τα ανακαλύψουν. «...Ένας φίλος τον βρήκε να δειπνεί έχοντας απέναντί του μια έξοχη έκδοση του Δον Κιχότη σε ένα αναλόγιο και μπροστά του ένα ποτήρι λευκό κρασί. Δεν εννοώ το ποτήρι που κρατούσε στο χέρι ο ίδιος, αλλά εκείνο που αντιστοιχούσε, κατά παράδοξο τρόπο, στο βιβλίο...»
Ο συγγραφέας μέσα από την αφήγηση μιας ευφάνταστης αλλά απλής ιστορίας στο ξεδίπλωμά της -αλλά πολύ βαθιάς στην ουσία της- κατορθώνει να σαρκάσει τον κόσμο που ζει μέσα στο μυαλό ενός διανοούμενου, ακαδημαϊκού, που φτάνει να πιστεύει καμιά φορά ότι αν «χτιστεί» πίσω από τη θεμελίωση ενός οικοδομήματος ασφαλούς θεωρητικά για τον ίδιο και δεν είναι άλλο από την τυφλή πίστη στη γνώση και τις ατελείωτες δυνατότητές της, θα καταφέρει να «σωθεί». Είναι η λογοτεχνική ύβρις που μπορεί να σε κλείσει στα πλοκάμια της και να σε πνίξει. Η απελευθέρωση απ’ αυτή και η σωτηρία μπορεί να έρθει μονάχα με τη διασωσμένη ανθρωπιά μέσα του, από το εξωτερικό κίνητρο που του δίνει ο άλλος άνθρωπος.