Η βίαιη ανακωχή με το παρελθόν

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή της 16ης Δεκεμβρίου 2006)


«...Το δέρμα, η όψη της, ένας χιλιοπαιγμένος δίσκος. Εκείνη η παλιά μελωδία του έρωτα που με ηλέκτριζε ως το μεδούλι των οστών, τώρα ένα διαρκές γρατσούνισμα από τη βελόνα που σκάβει το ίδιο αυλάκι επί δέκα συναπτά έτη...»



Το επιτάσσει η εποχή με τους ρυθμούς της να μένει πίσω το παρελθόν και να μην πολυσυγκινεί κανέναν, καμιά φορά ούτε και τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του. Είναι οι καταστάσεις και οι άνθρωποι που τρέχουν, ιδίως αυτοί οι τελευταίοι ισχυρίζονται ότι τρέχουν να προλάβουν το τρένο της ζωής τους. Το παράδοξο είναι ότι συχνά αυτό παραμένει πεισματικά ασάλευτο, ακόμη κι αν οι επίδοξοι επιβάτες του κινούνται με κινηματογραφικές ταχύτητες Βέγγου, λες, υπακούοντας σε κείνη τη φιλοσοφική ατασθαλία του Ζήνωνος του Ελεάτη.
Η «Λευκή πετσέτα στο ρινγκ» το τελευταίο μυθιστόρημα του Νίκου Δαββέτα που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος, επιχειρεί να δείξει την ανακωχή με το παρελθόν που επιτυγχάνει για τους ανθρώπους και το ιστορικό γίγνεσθαι, ο ίδιος ο χρόνος, με την αμείλικτη τροχιά του που διαγράφει όπως εκείνη θέλει την έννοια του σημαντικού και του φλέγοντος. «...Γιατί μπορεί η δημοσιογραφία να είναι -όπως μας έλεγαν- «η τέχνη του επείγοντος», όμως δεν υπάρχει τίποτα πιο επείγον από την ίδια σου τη ζωή, ιδιαίτερα όταν τη βλέπεις να φεύγει μέσα από τα χέρια σου...»
Ο ήρωας της ιστορίας του Δαββέτα, ένας δημοσιογράφος, θα αλλάξει τις προτεραιότητές του, με την ευκαιρία και την αφορμή ενός αφιερώματος για τον Εμφύλιο που του αναθέτει το περιοδικό στο οποίο εργάζεται. Θα αναγκαστεί να δει τον ίδιο του τον εαυτό μέσα από τα κάτοπτρα των ιστορικών εκδοχών που περνούν μπροστά από τα μάτια του, χάρη στις διηγήσεις των φερόμενων ως πρωταγωνιστών εκείνων των γεγονότων του 1944, και θα αφήσει το δηλητήριο που έχει στοιχειώσει τις μεταπολεμικές γενιές να βρει αυλάκι να κυλήσει από μέσα του, με τα παράπονα της δικής του ζωής, έξω από το σώμα του, αφού πρώτα βασανίσει δεόντως ένα από τα ζωτικά όργανά του, εκείνο που χαρακτηρίζει την ανδρική του φύση, τον προστάτη.
«Εκείνο που μας πονάει ακόμη δεν είναι τα κτήματα που χάσαμε, δεν είναι οι άνθρωποί μας που σκοτώθηκαν, δεν είναι η εξουσία που μας την άρπαξαν μέσα από τα χέρια, είναι το μίσος. Τόσο μίσος από συγχωριανούς, γειτονόπουλα που μεγαλώσαμε μαζί, φάγαμε από το ίδιο πιάτο... Πού βρέθηκε τόσο μίσος;»
Σ’ αυτό το βιβλίο του συγγραφέα, το παρελθόν γίνεται ένα φίλτρο για να καθαρίσει το τοπίο του σήμερα στα μάτια του πρωταγωνιστή του μυθιστορήματός του. «...το μόνο σοβαρό χρόνιο νόσημα που με βασανίζει εδώ και καιρό είναι η ίδια μου η ζωή...» Έχει λόγο εδώ ο ήρωας -κι ας είναι και εσωτερικός μονόλογος-, είναι σε θέση να αντιδράσει ακόμη και με την παθητικότητά του κάποτε, ακόμη και με τις σπαρακτικές διαπιστώσεις του ματαιωμένου του βίου «...Ζωές απόντων προσπάθησα να ζήσω. Τίποτα το ολοκληρωμένο...» Σε αντίθεση με την αμέσως προηγούμενη νουβέλα του Δαββέτα, «Το θήραμα» όπου εκεί τα γρανάζια της Ιστορίας συνέθλιβαν τους πρωταγωνιστές και η τραγωδία δεν υπονοούνταν, αλλά άπλωνε αδίστακτα το πένθος της σαν φωτογραφικός φακός που απαθανατίζει αμετάκλητα. Μια κι έξω.
Η οξεία ευαισθησία του συγγραφέα παρούσα απολύτως σ’ αυτό το μυθιστόρημα διαπερνά σαν δριμεία υγρασία και νοτίζει τις λέξεις του. Κάπου στη μέση της ανάγνωσης του «Λευκή πετσέτα στο ρινγκ» ένιωσα ότι έλειπε από το βιβλίο η δυναμική και το νεύρο της γλώσσας που χαρακτήριζαν τη νουβέλα του «Το θήραμα». Έβλεπα το χειρισμό του θέματος από το συγγραφέα κάπως αμήχανο και δειλό. Σαν να προσπαθούσε να του δώσει μια πολιτική ορθότητα, ανορθόδοξη με το ζήτημα με το οποίο είχε καταπιαστεί. Με τη ολοκλήρωση της ανάγνωσης, είχα αλλάξει γνώμη. Η χλιαρότητα του ήρωα ήταν η χλιαρότητα της εποχής μας. Διόλου παράδοξο. Η ειδοποιός διαφορά των παθών του παρελθόντος με τους ανάλατους καιρούς που διανύουμε, με την πολιτική ορθότητα του σύγχρονου κόσμου που προσπαθεί να αποκαθάρει τα πάντα ακόμη και από κάτι ζωτικής σημασίας: την αλήθεια.
Είναι σαν να μην έχει πια καμιά χρησιμότητα η αλήθεια, δεν μοιάζει να είναι απαραίτητη σε κανέναν, καθώς το βάρος των απωλειών που επισύρει είναι δυσβάσταχτο για το απολύτως αντιηρωικό σήμερα, το τόσο εμπαθώς απαθές. «...Η προσχεδιασμένη αποκάλυψή του ήταν ένα γερό χτύπημα κάτω από τη μέση. Από εκείνη τη στιγμή, δε μ’ ενδιέφερε πια να διαπιστώσω ποιος τελικά κρατούσε την άκρη σ’ αυτό το μπερδεμένο κουβάρι των εκτελέσεων. Δεν είχα την πολυτέλεια γι’ άλλες απώλειες. Σύρθηκα έξω από το κανναβάτσο πριν ο διαιτητής αρχίσει να μετρά ως το δέκα...»
Είναι η στιγμή που το λευκό πανί πέφτει ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, το πριν και το τώρα, το μέσα μας και το έξω μας, και επιχειρεί να επιτελέσει χρέη ειρηνευτικής δύναμης. Να τα βοηθήσει να συμφιλιωθούν, δείχνοντας κατάφορα την αποτυχία και των μεν και των δε: δηλαδή, και του παρελθόντος να περάσει αλώβητο στο σήμερα, διατηρώντας την αίγλη και τη σημασία του, αλλά και του παρόντος να πορευτεί μοναχό, χωρίς δεσμά εμφυλιακά να το πνίγουν, να το στραγγαλίζουν, να του στερούν τον αέρα της ζωής να αναπνεύσει. «Τελικά είμαστε αυτό που θυμόμαστε...»


(Καλώς σας βρίσκω πάλι όλους. Χρόνια πολλά και καλά!)