Ο επιστημονικός ορθολογισμός στην υπηρεσία της μυθοπλασίας

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 18/11/2006, στη Φιλολογική Βραδυνή)

ΜΟΤΟ: «...Μην ξεχνάτε πως είμαι Έλληνας. Σαν τον Πυθαγόρα κι εγώ, φοβάμαι πως μια ατέλεια στην αρμονία των αριθμών θα αντικατοπτρίζει ανάλογη ατέλεια στην αρμονία του Σύμπαντος...» (απόσπασμα από τα Πυθαγόρεια εγκλήματα)



Την τραυματική εμπειρία των άλυτων μαθηματικών προβλημάτων του βιβλίου της Γ΄ Δημοτικού που τα έλυνε η μαμά μου πρακτικά σε δευτερόλεπτα, αλλά εγώ σπαζοκεφάλιαζα ώρες, την δυσάρεστη αίσθηση ότι με σηκώνει ο δάσκαλος στον πίνακα κι εγώ δεν μπορώ να σύρω την κιμωλία μέχρι το τελευταίο «ίσον», την επιμονή του καθηγητή της Β΄ Γυμνασίου να μάθω τι εστί «πυθαγόρειο θεώρημα», την παπαγαλία των ασκήσεων γεωμετρίας της Β΄ Λυκείου που ξυπνούσα κάθε πρωί στις 5 για να μάθω, ε, δυστυχώς θα τα κουβαλάω πάντα. Ακόμη οι εφιάλτες μου στοιχειώνονται από αυτά, α, και Φυσική και κάτι Χημείες και Άλγεβρες, με κείνη τη ρημάδα την «παραγοντοποίηση». Ευτυχώς, που δεν χρειάστηκε παρακάτω να ζήσω μ’ αυτά, γιατί και έγκλημα θα μπορούσα να διαπράξω για πάρτη τους, τρόπος του λέγειν.
Μια ολόκληρη δεκαετία μακριά από τα σχολικά θρανία, δεν έφτασε να τα σβήσει και μόλις διάβασα «Πυθαγόρ...», σήκωσα αλαφιασμένη το κεφάλι και είδα τον πρότερο εφιάλτη να ορθώνεται μπροστά μου. Θα μου πείτε, είναι τώρα αυτή σοβαρή προσέγγιση για να ξεκινήσει κανείς να μιλήσει για λογοτεχνία; Δεν ξέρω αν είναι σοβαρή, αλλά αληθινή είναι.
Ευτυχώς, που δύο μυθιστορήματα που δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να αφυπνίζουν τη σκέψη του αναγνώστη και να διαφοροποιούν την οπτική κάτι πληγωμένων σαν κι εμένα από τα Μαθηματικά, απενεχοποιούν την ενήλικη ανάγνωση και μπορούν να σου ανοίξουν ένα παραθυράκι να οσμιστείς, ο ανίδεος και ο πλανεμένος από την ακατάλληλη σχολική διδασκαλία, τη μαγεία των Μαθηματικών και της Επιστήμης εν γένει, την ομορφιά και γιατί όχι, την αίγλη τους. Τουλάχιστον, εγώ τα απόλαυσα, γιατί σαν οκνηρός άνθρωπος που αγαπά τα ταξίδια με τη φαντασία, προτιμώ την εκλαϊκευση από την πλήρη άγνοια και αποχή απ’ αυτά που συνιστούν τον όρο Επιστήμη. Παρέα με το δέος μου για τους ανθρώπους που είναι σε θέση να αποκωδικοποιούν τα μυστικά της, βυθίστηκα μερικές ώρες της ζωής μου μέσα στην αχλύ της λογοτεχνικής ματιάς που μου επέτρεψε τα αντικρίσω τα μαθηματικά και τη φυσική, και την κβαντομηχανική χωρίς τρόμο και απέχθεια. Κι αυτό είναι ένα κάποιο κέρδος. Έτσι δεν είναι;
Απομονώνω το απόσπασμα από τα «Πυθαγόρεια εγκλήματα» του Τεύκρου Μιχαηλίδη (Εκδόσεις Πόλις) «...μια επιστήμη είναι ζωντανή μόνο όσο έχει ανοιχτά προβλήματα...» για να το φέρω στα μέτρα της λογοτεχνίας, παραφράζοντάς το: η λογοτεχνία είναι ζωντανή όσο προβληματίζεται, όχι μόνο για τον εαυτό της φυσικά. Στο εν λόγω μυθιστόρημα είχα την αίσθηση ότι διάβαζα ένα ξένο πόνημα μεταφρασμένο, διαπιστώνοντας μια αμηχανία στη γλώσσα και τη ροή της. Ίσως ο δημιουργός προσπάθησε πολύ να μας απλοποιήσει τα μαθηματικά ζητήματα, που έχασε σε κάποια σημεία το λογοτεχνικό ρυθμό της ιστορίας του. Αν και απόλαυσα την ατμόσφαιρα του βιβλίου, τους μποέμ καλλιτέχνες και τους μαθηματικούς στο Παρίσι των αρχών του αιώνα (υπέροχη η σκιαγράφηση του πρώιμου Πικάσο και των ζυμώσεων της καλλιτεχνικής του μεγαλοφυίας), αν και γεύτηκα τις ενοχλητικές παρωνυχίδες του Εθνικού Διχασμού στη χώρα μας, δυστυχώς έμεινα ανικανοποίητη ως αναγνώστρια από τη δομή της ιστορίας του. Μέχρι τη μέση και βάλε του βιβλίου, το έγκλημα που μου υπόσχονταν ο τίτλος δεν υπήρχε πουθενά. Κάτι που φαίνεται να εξηγείται βέβαια με όρους διαφορετικούς απ’ αυτούς της λογοτεχνικής θεώρησης ενός κειμένου: «...Στα μαθηματικά τίποτα δεν είναι προφανές...» Και στη λογοτεχνία αυτό που μαγεύει είναι το μη προφανές, το υπονοούμενο, το βραδύκαυστο, το υποβόσκον, το υφέρπον. Στα μαθηματικά η αμφιβολία είναι κινητήριος δύναμη, αυτό είναι και το κοινό τους στοιχείο με το σύγχρονο μυθιστόρημα και εδώ κατά τη γνώμη μου χωλαίνει το αποτέλεσμα των «Πυθαγόρειων εγκλημάτων». Σου αφήνει μεν μια ωραία νοσταλγική διάθεση και αίσθηση, αλλά δεν σε προκαλεί να αναρωτηθείς, να αμφιβάλεις, να συγκρουστείς μέσα σου με αισθήματα και ήρωες και τις συμπεριφορές τους. «...αυτός ο πίνακας δεν είναι ...μαθηματικός. Με ηρεμεί, δεν με προβληματίζει. Δεν νομίζω πως θα ξυπνήσω κάποια νύχτα για να ανακαλύψω σ’ αυτόν κάτι που ώς τότε μου διέφευγε. Θα τον σκέφτομαι πάντα με τρυφερότητα, ποτέ με αμφιβολία...»



Στον αντίποδα κινείται το μυθιστόρημα του Andrew Crumey, «Μόμπιους Ντικ» (Εκδόσεις Πόλις) σε μετάφραση από τον Τεύκρο Μιχαηλίδη. Ο συγγραφέας εδώ υφαίνει τη μυθοπλασία του με όρους κβαντομηχανικής και φιλοσοφίας, δίνοντας στον αναγνώστη του ένα συγκριτικό πλεονέκτημα: τη δυνατότητα να αναιρεί και να ανατρέπει μέσα του, με πολιορκητικό κριό την πλοκή του βιβλίου, παραδεδομένες ιδέες, αρχές, αξιώματα, θεωρίες ολόκληρες. «...’’Το ανθρώπινο μυαλό είναι σαν ...το σύμπαν!’’...» ή «...Ίσως το σύμπαν είναι ένας νους...». Η δουλειά του μεταφραστή, κοπιώδης και αποτελεσματική, (ιδίως με τις κατατοπιστικές και απολύτως απαραίτητες σημειώσεις του στο τέλος του βιβλίου) βοηθά τον αναγνώστη να μυηθεί στην ομορφιά και τη γοητεία του βιβλίου του Crumey. «...Η ζωή δεν είναι μια αφήγηση που μπορούμε να την ερμηνεύσουμε όπως μας αρέσει...» Η υπαρξιακή αναρώτηση ελλοχεύει παντού και σαν ενοχλητική μύγα τσιμπάει τη σκέψη του αναγνώστη από το λήθαργο, με στόχο να την βγάλει από την αδράνεια και την τεμπελιά της. «...Πάλι το μήνυμα εξαφανίστηκε πριν προλάβει να το ολοκληρώσει. Χάθηκε στο κενό* εκεί όπου καταλήγουν τελικά οι ζωές μας, οι μνήμες μας, οι εμπειρίες μας, για να εξαφανιστούν όπως το νερό που ακολουθεί την ελικοειδή του κίνηση μέχρι την τρύπα της αποχέτευσης...»