Η φυλακή του παραλόγου της ζωής και της ύπαρξης

(Το κείμενο θα δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 4/11/2006)

«...Η απελπισία εξημερώθηκε, έγινε λογοτεχνία και πίνακες ζωγραφικής. Όμως εμένα αυτό δεν με βοηθάει. Τόσο το καλύτερο για σας αν με την κουλτούρα καταφέρνετε να ξορκίσετε το δράμα του ανθρώπου, την τραγωδία του...»



Είναι ένα βιβλίο που θα μπορούσε να έχει γραφτεί μόλις λίγο καιρό πριν, τότε που καιγόταν η Γαλλία από τους πιτσιρικάδες που ο Σαρκοζί θα χαρακτήριζε «αλήτες». «...Σπανίως μια αόριστη διαύγεια, μια ημι-διαύγεια ανάμεσα στα παραπετάσματα του σκότους. Υπήρξαν επίσης επαναστάσεις, εμφύλιοι πόλεμοι, η γροθιά που έφαγα στα μούτρα. Συνέβησαν γεγονότα γύρω από εμένα. Χωρίς εμένα. Όμως, μ’ ενδιέφεραν. Οι δρόμοι, λέει, είχαν γεμίσει πτώματα, πλήθη κατέβαιναν σε διαδηλώσεις, άνθρωποι οργισμένοι. Ο νεκρός νεαρός στο πεζοδρόμιο, περιτριγυρισμένος από τους γείτονες ενός δρόμου που είχε τόσο αλλάξει...»
Είναι ένα βιβλίο που θα μπορούσε να έχει γραφτεί οποτεδήποτε. Αλλά όχι από οποιονδήποτε. Θα μπορούσε να έχει γραφτεί μόνο από έναν άνθρωπο που βλέπει γύρω του να αλλάζει ο κόσμος (ή να παραμένει ο ίδιος) και εκείνος συμμετέχει μόνο δια της παράλογης λογικής της προσωπικής του απομόνωσης. Θα μπορούσε να έχει γραφτεί από ένα δημιουργό που αφουγκράζεται τον παλμό της εποχής του, αλλά παραμένει κλεισμένος στους δικούς του εσώτερους ρυθμούς και κάποτε κατορθώνει αυτή την προσωπική ματιά του στον κόσμο να την κάνει και βλέμμα του ίδιου του κόσμου. Και γράφτηκε από έναν τέτοιο άνθρωπο της Τέχνης, το βιβλίο αυτό.
Ο Ευγένιος Ιονέσκο, ο μεγάλος αυτός δραματουργός, που σημάδεψε με το έργο του και το ρουν του σύγχρονου θεάτρου, έγραψε ένα και μοναδικό μυθιστόρημα που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Ηλέκτρα, με τον τίτλο «Ο Μοναχικός» σε πολύ καλή μετάφραση της Χρύσας Τσαλικίδου. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1973 και απηχεί ίσως σε ένα βαθμό την αντιμετώπιση από τον ίδιο τον κορυφαίο δημιουργό των γεγονότων του Μάη του ’68. Ίσως και όχι, γιατί διαβάζοντας το βιβλίο 33 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, διέκρινα μια φρεσκάδα και μια διαχρονικότητα στη γραφή και τον τρόπο γραφής, αλλά και στην ουσία της πραγματικότητας που εναλλάσσεται γύρω μας και που ο Ιονέσκο συμπυκνώνει σ’ αυτό το τόσο μεστό και σύντομο έργο του, που θα μπορούσε να το είχε γράψει μόλις τώρα, αν ζούσε και έβλεπε τα συμβαίνοντα στον κόσμο. «...Είναι περίεργο: όλοι πιστεύουν ότι ο κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, είναι πράγματα απολύτως φυσιολογικά, δεδομένα. Και υποτίθεται ότι αυτοί είναι οι σοφοί κι εγώ ο αδαής, ο βλάκας. Είμαστε σε μια φυλακή, σε φυλακή βεβαίως. Είναι επειδή θέλω να τα μάθω όλα για τα οποία δεν ξέρω τίποτα. Υπάρχει περίπτωση να δώσουν κάποτε την απάντηση; Ίσως σε μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες γενιές οι άνθρωποι μπορέσουν να συλλάβουν το ασύλληπτο, να φανταστούν το αφάνταστο. Για να μη σταματούν να δουλεύουν, να παίρνουν λεωφορεία, να εκδίδουν βιβλία, να κάνουν υπολογισμούς, να ξεκινούν να κατακτήσουν το Διάστημα, θα πρέπει υποσυνείδητα να αισθάνονται ότι θα τα καταφέρουν. Όμως εγώ προσωπικά πιστεύω ότι χτίζουν πάνω στο κενό, στο τίποτα -που κι αυτό δεν είναι παρά μια λέξη. Δίνουμε ονόματα που δεν σημαίνουν τίποτα σε πράγματα για τα οποία δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. Το απείρως μικρό... Έχοντας ήδη ψύχωση με το απείρως μεγάλο, αφέθηκα να στοιχειωθώ και από το απείρως μικρό...»
Ο ήρωας του μυθιστορήματος που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, είναι ένας άνθρωπος μόνος, έξω και μέσα του. Που τον κατατρώει το υπαρξιακό άγχος, η ανησυχία γι’ αυτό που είναι (αν είναι) ο ίδιος και η αγωνία γι’ αυτό που είναι (αν είναι) ο κόσμος που τον περιβάλλει. Ένας περιχαρακωμένος στη βαθύτερη απομόνωσή του στην οποία μπορεί να παρεισδύσουν μεν τα τρέχοντα του κόσμου, αλλά τα αποκωδικοποιεί πάντα με το προσωπικό αλφαβητάριο της «ναυτίας του πεπερασμένου» και της «ναυτίας του απέραντου» που τον κατατρέχει. Το βιβλίο το διάβασα απνευστί, το χάρηκα όσο λίγα και βρήκα τόσους παραλληλισμούς με το σήμερα και τέτοια αυθεντικότητα στη σκέψη του Ιονέσκο που δεν θα μπορούσα παρά να τον αντιμετωπίσω ως απόλυτο εκφραστή της μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου. Ακόμη και αν γίνεται κάτι τέτοιο ερήμην του. Ήταν και πάλι μπροστά από την εποχή του, είδε τη επόμενη στην ανατολή της, όσο η δική του ζωή προχωρούσε προς τη δύση της. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου μου φάνηκε κατά παράδοξο τρόπο οικείος, γνώριμος, αν και είναι τόσο παράλογες οι επιλογές του που μόνο ως κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Πρόκειται για έναν τριανταπεντάρη που αποσύρεται από τη ζωή συνειδητά-ασυνείδητα, προσπαθεί να άρει την κατάρα να κοιτά πάντα τον τοίχο και εύχεται να ήταν σαν τους άλλους. Αλλά δεν μπορεί να είναι σαν τους άλλους, γιατί δεν ξέρουν ούτε αυτοί οι άλλοι ποιοι είναι, πώς είναι, γιατί είναι, αν είναι. «...Όλοι κάνουν ό,τι θέλουν. Όταν λέω ’’όλοι’’ εννοώ ’’αυτούς’’. Εγώ δεν είμαι στο κόλπο...»
Κλείνεται σε μια ιδιότυπη ατομική φωλιά που του υπόσχεται μια στοιχειώδη προστασία -ούτε ο ίδιος δεν ξέρει από τι, ίσως από την ίδια τη ζωή και το νόημά της- και βλέπει το χρόνο να φεύγει και να ακινητοποιείται με ένα τρόπο μοναδικά τραγικό. «...Εκείνο που με βασάνιζε πάνω απ’ όλα ήταν η αίσθηση ότι κάτι μου έλειπε. Αν ήξερα πώς να επωφελούμαι από την κάθε στιγμή, τα πάντα θα ήταν ωραία. Είχα χαραμίσει το ποτάμι της ζωής. Και τούτο πρέπει να είχε στερέψει...Πάντα κάτι έλειπε. Ανέκαθεν ένιωθα ότι κάτι μου έλειπε, οπότε τούτη η έλλειψη γινόταν τα πάντα. Τι έλειπε; Τι μου έλειπε; Ήθελα να τα ξέρω όλα. Αυτό μου έλειπε: το γεγονός ότι δεν ήξερα. Ήμουν αμαθής αλλά όχι τόσο ώστε να μην καταλαβαίνω την αμάθειά μου. Άραγε ξέρουν κάτι οι σοφοί; Τους φτάνει αυτό που ξέρουν; Τι άλλο υπάρχει;...»