Η κομψή ...νοσηρότητα του βαθιά ανθρώπινου

(Το κείμενο θα δημοσιευτεί αύριο 25/11/2006 στη Φιλολογική Βραδυνή)

«...Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι νοιάζονται τόσο για μένα. Έως σήμερα οι πάντες με κοιτούσαν σαν να μην υπήρχα. Ήμουν διαρκώς Αόρατος Άνθρωπος, και τώρα, ξάφνου, είμαι ο χαμένος θείος που όλοι ξαναβρίσκουν...»



Γραφή μοντέρνα και αφοπλιστική. Εγκεφαλική που δημιουργεί το απολύτως δικό της λογοτεχνικό σύμπαν. Για να εισέλθεις στο πετσί της δεν χρειάζεσαι τίποτα παραπάνω εκτός από αγάπη για την ανάγνωση και τις εκδοχές της. Η αίσθηση είναι πρωτόγνωρη που αποκομίζεις, καθώς ο συγγραφέας είναι σε θέση να δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα, όχι μόνο με τα σκηνικά που στήνει, το φόντο, αλλά και την ψυχολογική αχλύ που περιβάλλει τις λέξεις του και ιδιαίτερα τα ψυχογραφήματα των πρωταγωνιστών στις ιστορίες του.
Οι ήρωές του λειτουργούν μέσα σε ιστορίες που φροντίζει να εξυφάνει η φαντασία του δημιουργού με αριστοτεχνικό τρόπο. Η γλύκα, η τρυφερότητα, η ειρωνεία, ο σαρκασμός, γίνονται όπλα σε μια μάχη για να σταθεί όρθιο και να αναδειχθεί το απολύτως ανθρώπινο στοιχείο. Η ίδια η ανθρωπιά, όπου φωλιάζει, όπως βρίσκει τρόπο να ανθίσει και να υπάρξει. Εκείνο που κομίζει ο Μισέλ Φέιμπερ στη σύγχρονη λογοτεχνία είναι η ιδιαίτερη οπτική του, ο τρόπος που προσεγγίζει τα θέματά του και δεν θυμίζει κάτι άλλο. Εκλεκτικές συγγραφικές συγγένειες που μπορεί να σου έρθουν στο μυαλό, είναι, ας πούμε, ο Καζούο Ισιγκούρο. Ο Φέιμπερ διαθέτει μια αυθεντικότητα που αποτελεί ζητούμενο και απορρέει από τον ευφυή τρόπο που ενορχηστρώνει τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που τα βάζει να ζουν. Πρόσφατα στη χώρα μας κυκλοφόρησε η συλλογή με διηγήματά του «Τα δίδυμα Φαρενάιτ» από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που σε ξαφνιάζει η κομψότητα με την οποία ο συγγραφέας αφηγείται τις ιστορίες του, χωρίς να γίνει κουραστικός, χωρίς να αισθάνεσαι ότι διαβάζεις κάτι χιλιοειπωμένο, χωρίς να βυθίζεσαι σε βεβαιότητες και χωρίς να πιστεύεις κι εσύ ως αναγνώστης ότι ακολουθείς την πεπατημένη. Γι’ αυτή την πολύ όμορφη αίσθηση ευθύνεται ο δημιουργός των ιστοριών που φροντίζει η γλύκα να εναλλάσσεται με τη σκληρότητα, η ευαισθησία να μπλέκεται με τη ρεαλιστική και κριτική επισκόπηση των κοινωνικών συνθηκών και της πραγματικότητας. «...Αυτό ήταν το πρόβλημα αν ήθελες να στήσεις οποιαδήποτε επιχείρηση εδώ πέρα. Ότι έπρεπε να επιλέξεις το εργατικό δυναμικό σου από ανθρώπους κολλημένους στο βούρκο της πλάνης τους, από χρόνιους άνεργους, αποτυχημένους χίπηδες, ανθρώπους με κλονισμένα νεύρα, αλκοολικούς, τρακαδόρους και ζητιάνους, μικροέμπορους ναρκωτικών...μια ολόκληρη ύπαιθρος γεμάτη αιώνιους ανεπρόκοπους που τα ετοιμόρροπα άθλια σπίτια τους βρομούσαν τσιγάρο, σκατά μωρού και αλκοόλ...»

Τα διηγήματά του μοιάζουν με κομμάτια μουσικής που δεν έχεις ακούσει πάλι, στην αρχή σε ξενίζουν ύστερα όμως, σε κάνουν μέτοχό τους, κοινωνό της μυσταγωγίας τους. Και το λεπτό χιούμορ του συγγραφέα, διόλου εύκολο ή προβλέψιμο, να ελλοχεύει εκεί που δεν περιμένεις να το βρεις. «...Η ησυχία ήταν απόλυτη. Συνήθως, στις επισκέψεις του Μορφέα, ο Παβαρότι ή ο Καρέρας τραγουδούσαν από τα ηχεία του απαρχαιωμένου στερεοφωνικού. Ο πατέρας της Ίλντικο ήταν το είδος ανθρώπου που πίστευε ότι τα σιντί δεν μπορούσαν ποτέ να συναγωνιστούν τους στιλπνούς οργανικούς τόνους του παλιομοδίτικου βινυλίου, ειδικά όταν έβγαιναν από ηχεία ρωσικής κατασκευής μεγάλα σαν τηλεφωνικοί θάλαμοι. Καθώς ήταν σχετικά κουφός, του άρεσε ν’ ακούει μάλλον δυνατά τους εισαγόμενους τενόρους του, αλλ’ αυτή τη στιγμή δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος από άρια...»

Εκείνο που πετυχαίνει ιδιαζόντως αποτελεσματικά ο Μισέλ Φέιμπερ είναι με χάρη να φτιάχνει ένα κλίμα νοσηρότητας, μέσα από παραδοξότητες συχνά καθημερινές και άλλοτε καταστάσεις που ανάγονται απολύτως στη σφαίρα μιας πολύ δημιουργικής και πρωτότυπης φαντασίας. Μέσα από την πνιγηρή ατμόσφαιρα -γιατί αυτό νιώθεις συχνά, να σου αφαιρεί τον αέρα να αναπνεύσεις ο συγγραφέας- ανοίγει χαραμάδες να διακρίνεις βαθιά ανθρώπινα συστατικά της ύπαρξης και της ψυχής. Όχι εύκολα προσπελάσιμα. Το γοητευτικό της γραφής του είναι ότι ακόμη και τη μεγαλύτερη τραγωδία μπορεί να την δώσει με μια περίεργη ελαφράδα. Και μένεις με την εντύπωση ότι για όσο διαβάζεις τα κείμενά του, μεταφέρεσαι πλήρως στον τόπο και το χρόνο τους -όχι πάντα με σαφήνεια προσδιορισμένα αυτά τα στοιχεία- και χάνεις την αίσθηση της πραγματικότητας. Κλείνοντας το βιβλίο, νιώθεις ότι σε ταξίδεψε αλλού. Κάπου βαθιά μέσα σου, με ένα τρόπο σαγηνευτικό και υπόγειο. Σαν να σου άνοιξε μια κλειδαρότρυπα να αντικρίσεις από λογοτεχνική απόσταση προσωπικής ασφάλειας τα ένστικτα και το δικό σου ασυνείδητο. Γι’ αυτό έχεις την αίσθηση ότι ξυπνάς από ένα όνειρο, πότε παραμυθητικό και πότε εφιαλτικό. Με αχνές εικόνες ανθρώπων που δεν ξέρεις αν πράγματι έχουν υπάρξει, αν ζουν μέσα σου, αν τις φαντάστηκες εσύ ή αν τις έχεις συναντήσει κάπου αλλού. Αλλά έχεις αισθανθεί την ανάσα και την πνοή τους. Σαν να σε κοίταξαν για μια στιγμή μέσα στα μάτια, ατένισες την ολότητα ή την αποσπασματικότητα της ψυχής τους και μετά αποσύρθηκαν, σημαδεύοντάς σε ανεξίτηλα.
Προφανώς, αυτή είναι και η δύναμη της λογοτεχνίας. Να φτάνει στα μύχια της ύπαρξης, με όχημα τις λέξεις και την προκλητική ομορφιά ακόμη και της ίδιας τους της σκληρότητας.