Διαμάντια και τζαζ της καταραμένης γενιάς

(Το απόσπασμα αυτό, μέρος ενός αφιερώματος για τον Υπέροχο Φιτζέραλντ, θα δημοσιευτεί αύριο στη Φιλολογική Βραδυνή)


«…Ο Γκάτσμπυ πίστευε στο πράσινο φως, στο οργιαστικό μέλλον που χρόνο με το χρόνο χάνεται από μπροστά μας. Μας ξέφυγε τότε, αλλά δεν έχει σημασία –αύριο θα τρέξουμε γρηγορότερα, θ’ απλώσουμε πιο πέρα τα χέρια μας…Και μια ωραία μέρα…Έτσι χτυπιόμαστε πάντα, βάρκες κόντρα στο ρεύμα, που αδιάκοπα μας ρίχνει πίσω στο παρελθόν.» (Απόσπασμα από το «Ο υπέροχος Γκάτσμπυ» σε μετάφραση Φώντα Κονδύλη, Εκδόσεις Πατάκη)

«…Προσπαθεί να στραφεί στη ζωή. Το ίδιο κι κάθε συγγραφέας, εκτός από τους χειρότερους, αλλά στο κάτω κάτω οι περισσότεροι ζουν με μασημένη τροφή. Το επεισόδιο ή ο χαρακτήρας μπορεί να είναι από τη ζωή, αλλά ο συγγραφέας συνήθως τον ερμηνεύει σύμφωνα με το τελευταίο βιβλίο που διάβασε…» (Απόσπασμα από το «Όμορφοι και καταραμένοι» σε μετάφραση Ρένας Χάτχουτ, Εκδόσεις Ερατώ)



Όταν η σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή έρχεται να σε στύψει, αφαιρώντας πολλούς από τους χυμούς της αναγνωστικής σου απόλαυσης και το λογοτεχνικό τοπίο αρχίζει να θολώνει στα μάτια σου από τη σκόνη και το συρφετό ανούσιων αναγνωσμάτων, υπάρχει ένα σίγουρο καταφύγιο: η παραμυθία του κλασικού. Τότε τα φίλτρα σου αναζωογονούνται, επαναπροσδιορίζονται, η εικόνα καθαρίζει μπρος στο αναγνωστικό σου βλέμμα και νιώθεις την ευεργεσία του ωφέλιμου να σε πλημμυρίζει.
Ακόμη κι αν εκείνο το ωφέλιμο δεν περίμενε ποτέ ότι θα αντιμετωπιστεί κάποτε ως τέτοιο, καθώς αποτελεί το επίχρισμα μιας εποχής, μιας εποχής το ίδιο μεταβατικής με τη δική μας. Μπορεί να μην έχουμε βγει από έναν πόλεμο και να μην ετοιμάζονται οι συνθήκες να μας βάλουν σε έναν νέο, αλλά με έναν ενστικτώδικο τρόπο, όταν αναζητώ αντιστοιχίες του σήμερα με το παρελθόν, προστρέχω πάντα στο Μεσοπόλεμο. Είτε σε επίπεδο ελληνικής λογοτεχνίας είτε αμερικανικής. Αισθάνομαι ότι αποπνέουν την ίδια γνήσια αύρα αμηχανίας για τη ζωή και την Τέχνη, παρόλο που η πατίνα του χρόνου φρόντισε να περιβάλλει με την αχλύ του εμβληματικού μύθου εκείνη την εποχή, παρόλο που οι δημιουργοί που θριάμβευσαν εκείνα τα δύσβατα χρόνια, έζησαν τη ζωή τους στα άκρα, λες για να επιτείνουν αυτή τη σημασία του μετεωρισμού στην ύπαρξη και την κοινωνία.
Υπάρχει ένας δημιουργός που δεν άρπαξε τα φυσικά όπλα του για να κυνηγήσει τον ίδιο του τον εαυτό στα μάτια του Άλλου πολεμώντας τον εχθρό μέσα του, όπως ο Χέμινγουεϊ. Δεν αρνήθηκε ωστόσο να παρασυρθεί από τη διάχυτη ατμόσφαιρα της εποχής του και να κατορθώσει ερήμην του να καταστεί τελικά ένας από τους κύριους εκφραστές της. Ένα μέλος από εκείνη την «καταραμένη γενιά» που ευεργετήθηκε από την ίδια την κατάρα της να φτάσει στο μέλλον με περγαμηνές αξεπέραστης δόξας και μεγαλείου. Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.
Μια ιδιαζόντως εκπλεπτυσμένη λογοτεχνική φιγούρα της «χαμένης» θρυλικής γενιάς της αμερικανικής δημιουργίας που έφερνε πιο πολύ σε ευρωπαίο συγγραφέα, που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στη Γηραιά Ήπειρο, που δεν απόλαυσε την αναγνώριση που του έπρεπε όσο ζούσε, που ο βίος του φρόντισε πολλές φορές να επισκιάσει το έργο του.
Το πορτρέτο του εν λόγω καλλιτέχνη δεν μπορεί να ειδωθεί έξω από την ιστορική πραγματικότητα και έξω από τους κλυδωνισμούς της προσωπικής του ζωής η οποία φτάνει καμιά φορά να υπερβαίνει το ίδιο το συγγραφικό έργο του σε φήμη. Αυτή φαίνεται είναι και η αυθεντική πρώτη ύλη που πρέπει να διαθέτει κανείς για να λάμψει στην αιωνιότητα και να μην περάσει απ’ αυτή ως διάττων αστέρας, καταδικασμένος να σβήσει για πάντα. Η ουσία της αδαμάντινης υφής: να χαράζει ανεξίτηλα το μετέπειτα, αυτό που θα ακολουθήσει. Και μέσα από τις βαθιές χαράξεις να ανοίγει νέα αυλάκια στην Τέχνη που θα βάλει και τους επόμενους να κυλήσουν μέσα σ’ αυτά, χωρίς επιστροφή προς τον παράδεισο της λογοτεχνίας και την ίδια την πτώση απ’ αυτόν.
Στις σελίδες των βιβλίων του, ακούς το σαξόφωνο να διαχέει τις μελωδίες του στο μέλλον, τον αφρώδη οίνο να αφήνει τις απαστράπτουσες φυσαλίδες του στο ημίφως μιας εποχής που σφραγίστηκε από δύο παγκοσμίους πολέμους, έναν στην έναρξή της και έναν στη λήξη της. Και στο φόντο, οι σκιές από τις ανθρώπινες φιγούρες, αγκαλιασμένες σε ένα κομμάτι τζαζ, να ψιθυρίζουν μέσα από το θρόισμα του λικνίσματός τους, τον έρωτα, την απώλεια και την εγκατάλειψη. Μια προδομένη γενιά στα μάτια των σύγχρονών της και στα δικά της μάτια ακόμα, αλλά απολύτως δικαιωμένη από τους επερχόμενους με τρόπο μοναδικό. «…Σκεφτόταν τις στενοχώριες, τα ανυπόφορα βάσανα που είχε περάσει. Είχαν προσπαθήσει να του επιβάλλουν ποινές για τα σφάλματα της νιότης του. Είχε εκτεθεί σε ανελέητη δυστυχία, ακόμα και οι ρομαντικές φιλοδοξίες του είχαν τιμωρηθεί, οι φίλοι του τον είχαν εγκαταλείψει και η ίδια η Γκλόρια είχε στραφεί εναντίον του. Μόνος –μόνος τα είχε αντιμετωπίσει όλα.
Μόλις πριν από λίγους μήνες όλοι τον συμβούλευαν πιεστικά να υποχωρήσει, να υποταχτεί στη μετριότητα, να πάει να δουλέψει, να κάνει οτιδήποτε. Αλλά εκείνος ήξερε ότι ήταν δικαιωμένος στον τρόπο της ζωής του και είχε επιμείνει ακλόνητος…’’Ήταν σκληρός ο αγώνας, αλλά δεν τα παράτησα και βγήκα νικητής!’’» (ΟΜΟΡΦΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ, Εκδόσεις Ερατώ)