Μεταφυσικές αντανακλάσεις σε νουάρ φόντο

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί παλιότερα στη Φιλολογική Βραδυνή)


Να είσαι Θεός μέχρι τα τρία σου χρόνια. Στην εφηβεία σου να στραγγαλίζεις το πιο αγαπημένο σου πρόσωπο. Στη νεότητά σου να οραματίζεσαι εκπαραθυρώσεις από τα τζάμια μιας εταιρείας-δυνάστη στην Ιαπωνία. Δεν μπορεί παρά στα γηρατειά σου να είσαι ηθικός αυτουργός της δικής σου δολοφονίας, όταν για χρόνια ολόκληρα «αυτοκτονούσες» με κοκτέιλ Αλεξάντερ.
Πώς να χωρέσουν όλα αυτά σε μια ζωή; Γίνονται, πρώτα απ’ όλα; Η απάντηση είναι καταφατική. Και μάλιστα πολύ περισσότερα συμβαίνουν. Στη σκέψη και τη μυθιστορηματική γραφή μιας νεαρής Βελγίδας, βέβαια, που προσθέτει από το 1992 κι ύστερα τη δική της πρωτοτυπία - ομολογουμένως, με εξαιρετικά ευφάνταστο τρόπο- στην παγκόσμια λογοτεχνική παραγωγή. Η Αμελί Νοτόμπ συστήθηκε στα γράμματα με την «Υγιεινή του δολοφόνου» (στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια), ένα βιβλίο που έδωσε από την αρχή το έντονο στίγμα της δημιουργού του : «... Πώς θέλετε ένας συγγραφέας να είναι σεμνός; Είναι η πιο άσεμνη δουλειά του κόσμου: μέσα από το ύφος, τις ιδέες, την ιστορία, τις έρευνες, οι συγγραφείς μιλούν μόνο για τον εαυτό τους, και μάλιστα με λέξεις. Οι ζωγράφοι και οι μουσικοί, κι αυτοί για τον εαυτό τους μιλούν, αλλά με μια γλώσσα πολύ λιγότερο ωμή από τη δική μας. Όχι, κύριε, οι συγγραφείς είναι αναίσχυντοι. Εάν δεν ήταν έτσι, θα είχαν γίνει λογιστές, οδηγοί τρένων, τηλεφωνητές, θα ήταν αξιοσέβαστοι...».
Αυτό κάνει και η Νοτόμπ, την πιο «άσεμνη» δουλειά στον κόσμο, κατορθώνοντας ευφυώς να εξισορροπεί τη συχνά εμφανιζόμενη σκληρότητα και αιχμηρότητα στο λόγο της, με τη φινέτσα και την καλαισθησία. Έτσι, αφήνει την πλήρη γεύση των νοημάτων της, χωρίς να δυσαρεστεί κι εκείνους τους αναγνώστες που αρέσκονται σε πιο «απαλές» συγκινήσεις (λες και αποκαλύπτει την πλούσια και ολοκληρωμένη γεύση ενός καφέ που από μόνος του δεν είναι διόλου γλυκός, ακόμη και σ’ αυτούς που δεν μπορούν να αποχωριστούν τις τέσσερις κουταλιές ζάχαρη από τον καφέ τους). Τα κείμενά της γλιστρούν ανάμεσα στην ειρωνεία, τον κυνισμό, τη σάτιρα και την περιπαικτική διάθεση, αλλά με μια αρμονία και χάρη κλασική που αφήνει κάθε περιθώριο στην ανατροπή και την αναπάντεχη οπτική της συγγραφέως να παρεισφρήσει και να κλέψει την παράσταση.
Η βελγικής καταγωγής δημιουργός συνδιαλέγεται με τη λογική του αναγνώστη με μια εσωτερικότητα -προσδοκώμενη να επιτευχθεί από κάθε συγγραφέα- σε τέτοια έκταση που στο τέλος ενός βιβλίου της, έχει κανείς την αίσθηση ότι «χόρτασε». Ήταν παρόν το λογοτέχνημά της σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης να σου «μιλήσει» σε πολλαπλά επίπεδα, όποια είχες εσύ τη διάθεση, την αντοχή ή τη θέληση να «ακούσεις». Ίσως αυτό το σημείο να είναι και το τρωτό της Αμελί Νοτόμπ: είναι, δηλαδή, τόσο προφανώς, ακαριαία αποτελεσματική, στην επικοινωνία με τη λογική και το συναίσθημα του αναγνώστη, που αναρωτιέται κανείς για τη διάρκεια της επίδρασης από τα ερεθίσματα που δέχτηκε, αλλά και για την ύπαρξη ή όχι εκείνης της «μαγικής» αφανούς διαδικασίας που μπορεί να ξεκινήσει ένα βιβλίο στην ψυχή και το μυαλό του αναγνώστη. Όπως λέει η ίδια στο βιβλίο της «Μεταφυσική των σωλήνων», (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια), «...Το νοητικό τυχαίο γεγονός είναι μια σκόνη που μπαίνει κατά τύχη μέσα στο στρείδι τους εγκεφάλου, παρά την προστασία των κλειστών οστράκων του κρανίου...Μια έλικα φαιάς ουσίας, χωρίς λόγο, γεννά μια τρομερή ιδέα, μια φοβερή σκέψη - και μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο η πνευματική ειρήνη πάει περίπατο για πάντα...».
Η ίδια, ως συγγραφική οντότητα, αποτελεί ένα αμάλγαμα δυτικής σκέψης και επιδράσεων από την ανατολική φιλοσοφία, ενός ενδότερου, σχεδόν απόκρυφου εξωτισμού και ευρωπαϊκής ταυτόχρονα κουλτούρας. Ο σύγχρονος κόσμος παρουσιάζεται στις σελίδες της Αμελί Νοτόμπ, ιδωμένος στην αρχετυπική του μορφή, αλλά απαλλαγμένος από κοινοτοπίες που θα μπορούσαν να κάνουν τον αναγνώστη να προσπεράσει αδιάφορα τις φιλοσοφικές και μεταφυσικές διαστάσεις των πραγμάτων που παρουσιάζει η συγγραφέας στις ιστορίες που διηγείται. Η τέχνη, η ψυχολογία, η επιστήμη, η φιλοσοφία κι η καθημερινότητα διαπλέκονται σ’ έναν ενδιαφέροντα χορό αρμονίας που ξαφνιάζει ευχάριστα με την αίσθηση πληρότητας που αποπνέει. Το όλον κατακερματίζεται για να ανασυντεθεί σχεδόν μαγικά σ’ ένα νουάρ λογοτεχνικό σκηνικό υπαρξιακών αναζητήσεων και συγκινήσεων.
Η δύναμη της λογικής και της ευφυΐας, η απόλαυση και η ηδονή, ο Θεός και η πίστη, η τελετουργία της καθημερινότητας και η ζωή, ο έρωτας και ο θάνατος, το άτομο, η οικογένεια και η κοινωνία, γίνονται ο καμβάς για να φιλοτεχνήσει η συγγραφέας ιστορίες, που δίδονται με απλότητα και σαφήνεια. Ακροβατεί, βέβαια, ανάμεσα στην υπερ-απλούστευση και τη γενικότητα, χωρίς να αποκτά, όμως, ευτέλεια το κείμενό της. Τελικά γίνονται απλώς εύληπτα τα νοήματά της. Η πλοκή των μυθιστορημάτων είναι αυτή που την αποτρέπει από παραληρηματικές διδαχές, την επαναφέρει και τη συνδέει πάντα με τον πυρήνα ενός όλου που θέλει να αναδείξει. Αυτή ακριβώς η διερεύνηση και περιγραφή της ολότητας είναι το πιο γοητευτικό της στοιχείο και σε επίπεδο περιεχομένου στα βιβλία της. Συνταιριάζει στη σκέψη της πράγματα σύγχρονα αυτού του κόσμου και τα συνδυάζει με τη διαχρονικότητα της ύπαρξης, όλως περιέργως χωρίς να καταφεύγει σε συνηθισμένες μεταφορές, αλλά υιοθετώντας μια προσωπική, ιδιαίτερα ευρηματική, σημειολογία.
Στη «Μεταφυσική των σωλήνων», ένα μωρό που γεννιέται στην Άπω Ανατολή μιλά για τη ζωή και το θάνατο. Αναλύει με τρόπο απολαυστικά εύστοχο τον κόσμο γύρω του και λοιδορεί την ενήλικη λογική και πρακτική. Ένα βρέφος εμφανίζεται να γνωρίζει το νόημα της ύπαρξης, να το φέρνει στα μέτρα του και να επιχειρεί να το ξεπεράσει. «…Η ζωή είναι εκείνη που θα ‘πρεπε να θεωρείται ελαττωματική λειτουργία…», αποφαίνεται το μωρό που γνωρίζει την ηδονή, στη γεύση μιας σοκολάτας και τελικά εξημερώνεται : «Η απόλαυση είναι ένα θαύμα που μου μαθαίνει πως είμαι εγώ. Εγώ, είναι η έδρα της απόλαυσης. Η απόλαυση είμαι εγώ: κάθε φορά που θα υπάρχει απόλαυση, θα υπάρχει εγώ. Δεν υπάρχει απόλαυση χωρίς εγώ, δεν υπάρχει εγώ χωρίς απόλαυση!». Με την ίδια εμβρίθεια σχολιάζει το τέλος της ζωής : «…ο θάνατος, ήταν το ταβάνι. Όταν γνωρίζεις το ταβάνι καλύτερα απ’ τον εαυτό σου, αυτό λέγεται θάνατος. Το ταβάνι είναι αυτό που εμποδίζει τα μάτια ν’ ανεβούν και τη σκέψη να υψωθεί. Ταβάνι, δε, μοιραία σημαίνει κρύπτη: το ταβάνι είναι το καπάκι του εγκεφάλου…». Όσο για τη δύναμη μιας τόσο νέας και σύντομης ζωής, είναι δεδομένα εξασφαλισμένη. Κρατά ένα μωρό τον κόσμο στα χέρια του και τον κινεί κατά το δοκούν, γίνεται ο Θεός του περίγυρού του, ενώ η φύση υποτάσσεται αδιαμαρτύρητα στις προσταγές του: «…Ένα βράδυ είχα πει σ’ ένα βλαστό μ’ ένα μπουμπούκι στην κορφή του : ‘’Άνθισε’’. Την άλλη μέρα, είχε γίνει μια λευκή παιωνία σε πλήρη έκρηξη. Ήταν ολοφάνερο διέθετα δυνάμεις…». Ένα βρέφος, που όπως όλοι οι συνομήλικοί του, ξαναδείχνει τη ζωή, ξαναγνωρίζει τον κόσμο στους γονείς και τους δικούς του ανθρώπους, τους συστήνει εκ νέου με την πραγματικότητα, ενώ γίνεται ο άγραφος πίνακας (tabula rasa) που με τη λευκότητα του όποιου κενού του, μπορούν να ξαναδιαβάσουν οι ενήλικες στην αντανάκλαση του φωτός πάνω του, τη μυστική γραφή της πλήρους αλήθειας. Όσο για τις συμβουλές του μωρού προς τους μεγαλύτερούς του, πολύτιμες πραγματικά : «…Αν καταφέρεις να εγγράψεις τα θαύματα του παραδείσου σου στην εγκεφαλική σου ουσία, θα μεταφέρεις μέσα στο κεφάλι σου αν όχι τη θαυματουργή τους πραγματικότητα, τουλάχιστον τη δύναμή τους…».


Στην Ιαπωνία εκτυλίσσεται και η υπόθεση της ιστορία της «Φόβος και Τρόμος» (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια). Μια Ευρωπαία στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου δοκιμάζει σκληρά τις αντοχές της, δουλεύοντας σε μια εγχώρια εταιρεία. Η Αμελί Νοτόμπ μας ανοίγει μια χαραμάδα να καταλάβουμε τη σύγχρονη ιαπωνική «κουλτούρα» της υπερ-εργασίας και των πολυεθνικών. Μας γνωρίζει με μια νοοτροπία σεξιστική και ρατσιστική, μέσα από μια φιλοσοφική και κριτική θεώρηση της κοινωνικής και επιχειρηματικής πραγματικότητας στην Άπω Ανατολή της οικονομικής ανάπτυξης και των οικονομικών δεικτών, που εκμηδενίζει το άτομο και την προσωπικότητά του. Πολύ περισσότερο αν είναι γυναίκα και δη ξενικής καταγωγής. «Στην Ιαπωνία η ύπαρξη είναι η επιχείρηση», όπως διαπιστώνει και η συγγραφέας, επιβεβαιώνοντας με τη σχηματική εξιστόρηση του εξευτελιστικού καταναγκασμού και της ψυχικής τρομοκρατίας που υφίστανται οι άνθρωποι εκεί, την ένταση του κοινωνικού δράματος που λαμβάνει χώρα. Όλα αυτά δοσμένα με μια ανάλαφρη διάθεση και πικρό χιούμορ, που εκμαιεύουν με τον πιο έντεχνο τρόπο την ευαισθησία του αναγνώστη.
Ακριβώς, τις όποιες επιδιώξεις των συγγραφέων χλευάζει η Αμελί Νοτόμπ στο πρώτο και όπως φαίνεται το πιο αριστοτεχνικά -μέχρι τώρα- πλήρες βιβλίο της, την «Υγιεινή του δολοφόνου» : «…Η ανθρώπινη ράτσα είναι έτσι φτιαγμένη ώστε όντα πνευματικά υγιή να είναι έτοιμα να θυσιάσουν τα νιάτα τους, το κορμί τους, του έρωτές τους, τους φίλους τους, την ευτυχία τους και πολλά περισσότερα ακόμη στο βωμό μιας φαντασίωσης που λέγεται αιωνιότητα…». Μια ιστορία με ήρωες μόνο στα άκρα τους, που κονταροχτυπιούνται σε ένα διαλογικό παιχνίδι ευφυΐας και λογικής. Μια θανάσιμη επιλογή που εξαντλεί τους πρωταγωνιστές και τους φέρνει αντιμέτωπους με την απόδειξη κάθε φορά της καλοσύνης, της αγάπης, της κακοπιστίας : «…Θαυμάζω την καλοσύνη που προέρχεται από την καλοσύνη ή την αγάπη. Αλλά γνωρίζετε πολλούς που την εφαρμόζουν την καλοσύνη αυτή; Στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι άνθρωποι είναι καλοί για να τους αφήνουν στην ησυχία τους…». Όσο για τη δημιουργία και μάλιστα τη λογοτεχνική, είναι χαρακτηριστική η κανιβαλιστική αντιμετώπισή της από την πλευρά της συγγραφέως μέσω των λόγων των ηρώων της, βέβαια : «…σπανιότατα είναι τα βιβλία που έχουν γραφτεί από καθαρή καλοσύνη. Τα έργα εκείνα, τα δημιουργείς μέσα στην αχρειότητα και τη μοναξιά, ξέροντας καλά ότι αφού τα πετάξεις στη μούρη του κόσμου, θα είσαι ακόμη πιο μόνος και πιο αχρείος…». Η «Υγιεινή του δολοφόνου» μοιάζει με ένα μυθιστορηματικό σχόλιο πάνω στα κίνητρα ενός ανθρώπου για να γράψει. Στην προκείμενη ιστορία ένα ανατριχιαστικό μυστικό του παρελθόντος κρύβεται πίσω από τη συγγραφική επιτυχία του κεντρικού πρωταγωνιστή, που εναλλάσσεται στις θέσεις του θύτη και του θύματος. Θα κερδίσει στο τέλος η σαγήνη, που ζητά και το τίμημα από εκείνους που αποφασίζει να ευνοήσει κάθε φορά. Η ερωτική έλξη και η πνευματικότητα εμφανίζονται στην οριακή τους μορφή, ενώ το ζητούμενο είναι η απόλαυση. «...Εάν ένας συγγραφέας δεν νιώθει ηδονή, τότε πρέπει να σταματήσει στη στιγμή. Το να γράφεις χωρίς ηδονή, είναι ανήθικο. Η γραφή εμπεριέχει ήδη όλους τους σπόρους της ανηθικότητας. Η μόνη δικαιολογία του συγγραφέα είναι η ηδονή του...»


«Ποτέ δεν πρέπει να γνωρίζει κανείς τους συγγραφείς»

Η Amelie Nothomb γεννήθηκε το 1967 στο Κόμπε της Ιαπωνίας από οικογένεια διπλωματών και ακολούθησε τους γονείς της σε διάφορα μέρη του κόσμου, κυρίως στην Ανατολή. Σπούδασε ρομανικές γλώσσες στο ελεύθερο πανεπιστήμιο των Βρυξελλών και στη συνέχεια εργάστηκε ως διερμηνέας στην Ιαπωνία. Σήμερα ζει στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες. «Γραφομανής», όπως αυτοχαρακτηρίζεται, σωστό «βιολογικό ρολόι της λογοτεχνίας», όπως την αποκάλεσε ο Τύπος, δημοσιεύει ανελλιπώς κάθε φθινόπωρο, από το 1992 και μετά, ένα μυθιστόρημα που γίνεται αμέσως μπεστ σέλερ στη Γαλλία και το Βέλγιο και μεταφράζεται σε διάφορες γλώσσες. Έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις, ενώ βιβλία της διασκευάζονται για το θέατρο, την όπερα και τον κινηματογράφο.