«Η σύγχυση της Δημοκρατίας και της Αυτοκρατορίας είναι η κινητήριος δύναμη του ρατσισμού»

(Η συνέντευξη έχει δημοσιευτεί παλιότερα στη Φιλολογική Βραδυνή)



Στα 34 του χρόνια τόλμησε κι έγραψε ένα βιβλίο για ένα θέμα-ταμπού για τη γαλλική κοινωνία που αναπαυόταν στη «μακαριότητα» της λήθης η οποία της επιβάλλονταν «άνωθεν». Στα 54 του τώρα πια, απολαμβάνει το κύρος και την αναγνώριση που του δίνει η υιοθέτηση του ίδιου μυθιστορήματος ως διδακτέας ύλης στα γυμνάσια της χώρας του και η μετάφρασή του σε 25 χώρες σε όλον τον κόσμο, μέχρι στιγμής. Ο Ντιντιέ Ντενένξ, μια συγγραφική φιγούρα που προβάλλει μεν από τα ράφια της αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά στόχο έχει την αφύπνιση της ατομικής ευθύνης και της κοινωνικής συνείδησης. Επιλέγει να «γράψει αντίθετα», γιατί όπως λέει ο ίδιος «όταν ξεχνάς το παρελθόν, καταδικάζεσαι να το ξαναζήσεις».
Το σημαντικό είναι ότι τα ιδεολογήματά του εναρμονίζονται πλήρως με την πλοκή και την ατμόσφαιρα του έργου του. Δεν κάνει «διδαχές» και «κηρύγματα» ούτε παραληρεί με κοινωνικο-πολιτικά λογύδρια. Στη γάργαρη ρύμη του λόγου του έρχεται μόνη της η δύναμη της αλήθειας και της πραγματικότητας να σπείρει κι άλλα «δαιμόνια» στη σκέψη του αναγνώστη, εκτός από το αστυνομικό. «...Όσα σας λέω, επισήμως δεν έγιναν ποτέ. Καμιά απόδειξη δεν υπάρχει. Ακόμα και για τα σαράντα οκτώ πτώματα : το Ινστιτούτο βρήκε τρόπο να αιτιολογήσει τον κάθε νεκρό με ένα σοβαρό και πειστικό λόγο θανάτου. Όλα τα στοιχεία διπλοκλειδώθηκαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Καλό για τους πάντες είναι να μείνουν εκεί! Μην τα ανασύρετε στο φως. Θα αντιδράσουν όπως ο Δράκουλας : θα ζωντανέψουν πίνοντας το αίμα σας...»
Με μαεστρία ο Ντενένξ βάζει τους ίδιους τους ήρωες του βιβλίου του «Έγκλημα και μνήμη» να ομολογήσουν τα πραγματικά γεγονότα, ακόμη κι αν ο πιο πιστός του «υπηρέτης» στην εξέλιξη της υπόθεσης του έργου αναδεικνύεται η μυθοπλασία. Πολύτιμο εργαλείο στην προκειμένη περίπτωση -τι ειρωνεία- γίνεται η αστυνομική ανάκριση : «... -Αστυνομικοί νεκροί υπήρξαν;
-Όχι, ούτε ένας. Ούτε και τραυματίες. Μερικοί μπάτσοι μού ζήτησαν όμως να τους φωτογραφίσω ποζάροντας σαν κυνηγοί, με το πόδι πάνω στο κορμί κάποιου Αλγερινού... Και τώρα που το ξανασκέφτομαι, αυτό με είχε πραγματικά εκπλήξει. Οι διαδηλωτές ήταν άοπλοι. Ποτέ τους δεν αποπειράθηκαν κάποια αντεπίθεση. Μόνο να κρυφτούν κάπου ήθελαν, σε κάποια είσοδο σπιτιού να ξεφύγουν. Αυτά που έβλεπα ήταν σε πλήρη αντίθεση με τις όσες πληροφορίες μετέδιδε το συντονιστικό κέντρο...». Να, που 42 χρόνια πριν, τα γεγονότα δεν μιλούσαν από μόνα τους. Τα στόματα έκλειναν και έθαβαν την αλήθεια. Χρειάστηκε η λογοτεχνική σκαπάνη -απάντηση για μερικούς σημερινούς «τεχνοκράτες» που αναρωτιούνται για τη ...χρησιμότητα της λογοτεχνίας σήμερα- να τα ανακαλύψει και να τα γνωστοποιήσει. Να τα περάσει στις σελίδες της ιστορίας με τα μελανά χρώματα των νουάρ μυθιστορημάτων, βρίσκοντας το δολοφόνο και το όπλο και ξαναγυρνώντας, βέβαια, στον τόπο και το χρόνο του εγκλήματος.


Κύριε Ντενένξ, σε τι ακριβώς συνίσταται η δική σας προσωπική εμπειρία, όσον αφορά τα γεγονότα της 17ης Οκτωβρίου του 1961;

Ήμουν 12 χρονών την εποχή αυτής της σφαγής των φιλειρηνικών αλγερινών διαδηλωτών στους δρόμους του Παρισιού. Μερικούς μήνες αργότερα, το Φεβρουάριο του 1962, η αστυνομία κατέστειλε μια άλλη φιλειρηνική διαδήλωση και 10 Γάλλοι σκοτώθηκαν. Ανάμεσά τους ήταν μία φίλη της μητέρας μου, η Suzanne Martorell. Ο γιος της ήταν συμμαθητής μου, στο γυμνάσιο. Ήταν η πρώτη μου «επαφή» με το θάνατο. Αυτό άλλαξε για πάντα την αντίληψη που έχω για την τάξη, την αστυνομία. Έμαθα πολύ νωρίς ότι ο αρχηγός της αστυνομίας μπορούσε να είναι ο δολοφόνος.

Ποιο ήταν το κίνητρο για σας να προχωρήσετε και να γράψετε το βιβλίο για τη «σφαγή στο Παρίσι»;

Το βιβλίο ονομάζεται «Μeurtres pour mιmoire»(«Φόνοι προς ενθύμηση») και μοιάζει λίγο με μανιφέστο : το Κράτος μηχανεύτηκε να σβηστεί αυτό το επεισόδιο από τη μνήμη, είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που θα βγάλει από την οργανωμένη λήθη τους θανάτους που προκλήθηκαν από την αστυνομία. Στην αρχή, ήθελα να γράψω για το θλιβερό επεισόδιο του θανάτου της γειτόνισσάς μου, μα έπειτα κάνοντας έρευνες, συναντώντας μάρτυρες, συνειδητοποίησα το υπερβολικό μέγεθος αυτών που διεξήχθησαν στις 17 Οκτωβρίου του 1961. Το βασικό μου κίνητρο ήταν, γράφοντας αυτό το βιβλίο, να πω ότι δεν ήμουν συνένοχος στη σιωπή : μια κραυγή στην έρημο.


Τι είδους δυσκολίες αντιμετωπίσατε στη συλλογή των στοιχείων που αφορούν τα πραγματικά γεγονότα; Η ιδιότητά σας ως δημοσιογράφου σας βοήθησε καθόλου;

Δεν ήμουν παρά ένα μικρός δημοσιογράφος των προαστίων για τρία χρόνια και δεν κατείχα τις τεχνικές έρευνας. Το πραγματικό μου επάγγελμα ήταν εργάτης σε τυπογραφείο. Σκαρφίστηκα τη διαδικασία προσέγγισης : ανάγνωση παλιών εφημερίδων στη βιβλιοθήκη, συναντήσει με μάρτυρες. Ο γαμπρός μου, Αλγερινός που είχε εστιατόριο στο Aubervilliers, με βοήθησε. Από αυτόν κατάφερα να πάρω αρκετές πληροφορίες. Η Εθνική Βιβλιοθήκη είναι θησαυρός : ό,τι εκδίδεται, ακόμα και λαθραία, είναι αρχειοθετημένο σε καρτέλες. Όταν καταλαβαίνει κανείς τον τρόπο λειτουργίας του συνόλου των φακέλων, μπορεί να κάνει απίστευτες ανακαλύψεις.

Ποια ήταν η ανταπόκριση του κοινού, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά στη χώρα σας το βιβλίο; Υπήρξαν έντονες αντιδράσεις; Από ποιους και γιατί;

Μάλλον η σιωπή ήταν έντονη. Δεν δημοσιεύτηκαν άρθρα στον Τύπο, αλλά γινόταν γνωστό από τον ένα στον άλλο. Το βιβλίο είχε μια υπόγεια ζωή. Επειδή είχε εκδοθεί σε μία «αστυνομική» συλλογή, τη Μαύρη Σειρά του Gallimard, το κοινό αδιαφορούσε. Το περιβάλλον του μαύρου γαλλικού μυθιστορήματος ήταν καθοριστικό, δίνοντας στο βιβλίο το Μεγάλο Βραβείο της Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Έπειτα το τηλεοπτικό κανάλι TF1, το οποίο δεν είχε ακόμα ιδιωτικοποιηθεί, έφτιαξε μια τηλεταινία την οποία παρακολούθησαν 9 εκατομμύρια άνθρωποι. Για την ιστορία, η εφημερίδα Le Monde Diplomatique αντιλήφθηκε την ύπαρξη του βιβλίου μου οκτώ χρόνια μετά την έκδοσή του, το 1991, με ένα τεκμηριωμένο άρθρο ενός ιστορικού, του Philippe Videlier, που παρατήρησε ότι ένα κρυμμένο ιστορικό γεγονός, γεγονός εξαιρετικό, επανήλθε στη συνείδηση μιας χώρας χάρη σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα!

42 χρόνια αργότερα από τα θλιβερά γεγονότα, πώς βλέπετε τον κόσμο γύρω σας; Ο ρατσισμός προς τους αλλοδαπούς παραμένει σοβαρό πρόβλημα για τη γαλλική κοινωνία ακόμη και σήμερα;

Η 17η Οκτωβρίου του 1961 έχει μια ουσιώδη συμβολική σημασία: για πρώτη φορά στην ιστορία των σύγχρονων αποικισμών, ένα λαός ορθώνεται στην καρδιά της Αυτοκρατορίας για να την αμφισβητήσει. Οι Αλγερινοί είχαν αποφασίσει να διαδηλώσουν στην Place de l’ Etoile, στα Ηλύσια Πεδία. Ήταν ανυπόφορο για τη γαλλική κυβέρνηση το γεγονός ότι θα γινόταν μια διαδήλωση εργατών των «τενεκεδουπόλεων». Αυτή ιστορία είχε τελειώσει. Η 17η Οκτωβρίου είναι για μένα το τέλος του αποικισμού που ξεκίνησε το 1830.
Η γαλλική κοινωνία δεν χώνεψε ποτέ την «απώλεια της μεγαλοπρέπειας» και το γεγονός ότι ηττήθηκε από τους Βιετναμέζους, τους Αλγερινούς. Το σχολείο της Δημοκρατίας μας διέπλασε με το δοξασμό της «εκπολιτιστικής αποστολής της Γαλλίας» και χρειάζεται προσπάθεια έντονης σκέψης για να κατηγορήσουμε τα σχηματοποιημένα στερεότυπα. Αυτή η σύγχυση της Δημοκρατίας και της Αυτοκρατορίας είναι η κινητήριος δύναμη του ρατσισμού. Υποδουλώναμε στο όνομα της Ελευθερίας, απαγορεύαμε στο όνομα της Ισότητας, κατασφάζαμε στο όνομα της Αδελφοσύνης.


Πώς σας φαίνεται που είκοσι χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση το βιβλίο κυκλοφορεί στην Ελλάδα;

Αυτό το βιβλίο δεν σταματά να κάνει το γύρο του κόσμου : τα ελληνικά είναι η 25η γλώσσα στην οποία κυκλοφορεί. Σύντομα θα είναι διαθέσιμο και στα τουρκικά. Κάθε χώρα το προσαρμόζει με τον τρόπο της, με βάση της δική της ιστορία. Στην Ιαπωνία είναι σχεδόν αδύνατο να αμφισβητήσεις τον Αυτοκράτορα Χίρο Χίτο, να δείξεις τις ευθύνες του ως αρχηγού του ναζιστικού πολέμου.
Το βιβλίο μου υποδεικνύει χωρίς περιστροφές τους υπεύθυνους γάλλους πολιτικούς, σε μια παρόμοια ιστορία. Οι Ιάπωνες το διαβάζουν λοιπόν σκεπτόμενοι έντονα τη δική τους κατάσταση, χωρίς να αθετείται το ταμπού του ονόματος του Αυτοκράτορα.


Ως ο συγγραφέας του μυθιστορήματος ποιος χαρακτήρας των ηρώων πιστεύετε ότι βρίσκετε πιο κοντά σας; Ίσως ο επιθεωρητής;

Ο επιθεωρητής Cadin είναι μια προσωπικότητα «ανάρμοστη». Είναι αστυνομικός και καθήκον του είναι να διαφυλάττει τα όρια του Νόμου. Να κάνει την επιλογή ανάμεσα στα «εκτός νόμου» και στα «εντός του νόμιμου πλαισίου». Το πρόβλημα είναι ότι αντιλαμβάνεται αρκετά γρήγορα ότι ο Νόμος δεν βρίσκεται πάντα στο ύψος των περιστάσεων, ότι καθυστερεί στην εφαρμογή του και στη συνείδηση των ανθρώπων, γεγονός που του απαγορεύει να καταδικάσει άτομα, όταν η κοινωνία είναι αυτή που σφάλλει. Από αυτή την άποψη νιώθω κοντά στον επιθεωρητή Cadin.

Στη ελληνική γλώσσα ο τίτλος του βιβλίου είναι «Έγκλημα και μνήμη». Μπορείτε να μας αναλύσετε τη σπουδαιότητα της μνήμης στην εξέλιξη της ανθρωπότητας;

Από τότε που ο Άνθρωπος απέκτησε την κυριότητα του παρόντος, του μέλλοντος και του παρελθόντος, εφευρίσκοντας όπλα ολοκληρωτικής καταστροφής, ο αγώνας για τη μνήμη έγινε καθημερινό στοίχημα. Δεν μπορούμε πια να σκεφτόμαστε τον κόσμο αγνοώντας ότι έχουμε την ικανότητα να διαγράψουμε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Ο 20ος αιώνας ήταν αυτός όλων των εξαλείψεων και η 17η Οκτωβρίου στο Παρίσι είναι ένα μηδαμινό παράδειγμα. Κατά το θρίαμβο των Ναζί, το 1940 ο εξόριστος γερμανός φιλόσοφος Walter Benjamin έγραψε : «Οι νεκροί δεν θα είναι ασφαλείς από τον εχθρό εάν θριαμβεύσει». Καλούσε να πάρουμε ανάποδα την ιστορία, να εκφράσουμε πόσο το παρόν μας σφύζει από Ιστορία και να κάνουμε αυτόν τον ανθρώπινο κρίκο ένα χώρο αντίστασης. Ξέρουμε ότι αυτοκτόνησε μερικές εβδομάδες αργότερα.

Ποια είναι η άποψή σας για τον αμερικανικό «πόλεμο ενάντια στην παγκόσμια τρομοκρατία»;

Ειλικρινά πιστεύω ότι αν οι πλούσιες χώρες του κόσμου είχαν κηρύξει τον πόλεμο στη μιζέρια, πριν πολλές δεκαετίες, η επείγουσα ανάγκη να κηρυχθεί ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» θα ήταν σήμερα λιγότερο επιτακτική.

Πείτε μας λίγα λόγια για σας. Τι θα θέλατε να ξέρουν οι αναγνώστες σας για τον Ντιντιέ Ντενένξ;

Ένας βέλγος ερευνητής, ο Koenraad Geldof, έγραψε αυτές τις φράσεις : «Η βία, για τον Daeninckx, δεν είναι υπόθεση μικρών περιθωριακών ή γκανγκστερισμών, είναι πολύ συχνά θεσμικής φύσης : ο πόλεμος, η γενοκτονία, η αποβιομηχανοποίηση, η κοινωνική ανισότητα, πολιτική, πολιτιστική, οι πολιτικοί φόνοι (...)Οι διηγήσεις του, αστυνομικά μυθιστορήματα και αφηγήσεις ανάμικτες, είναι γεμάτες από καθημερινούς ανθρώπους οι οποίοι μάχονται κατά του ψέματος και της αδικίας και υπακούουν σταθερά σε μία μόνο και μάλιστα κατηγορηματική επιταγή: γράφουμε αντίθετα». Περισσότερες πληροφορίες, όποιος θέλει, μπορεί να βρει στην ηλεκτρονική διεύθυνση : http://www.editions-verdier.fr

Ποιες είναι οι μεγαλύτερες λογοτεχνικές επιδράσεις που έχετε δεχθεί; Μπορείτε να τις εντοπίσετε;

Υπάρχουν εκατοντάδες μυθιστοριογράφοι, ποιητές, σχεδιαστές κινουμένων σχεδίων, στιχουργοί, σεναριογράφοι, θεατρικοί συγγραφείς, γραφίστες, ζωγράφοι, γλύπτες. Δεν δίνω προτεραιότητα, στην πράξη της δημιουργίας, αυστηρά στη λογοτεχνική επιρροή. Αν υπήρχε ένας θα ήταν αναμφίβολα ο Τζακ Λόντον, για την αλήθεια του συγγραφέα, όπως και του έργου του, για τη γενναιοδωρία του, για τη στράτευσή του στην προοδευτική λογοτεχνία, την τρέλα των ονείρων του.


Ποιος είναι ο Ντιντιέ Ντενένξ
Γεννήθηκε το 1949 στο Σαιν Ντενί. Εργάσθηκε ως τυπογράφος, κοινωνικός λειτουργός και δημοσιογράφος. Θεωρείται από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του neo-polar, του γαλλικού νουάρ πολιτικού και κοινωνικού μυθιστορήματος. Υπήρξε από τους πρώτους γάλλους διανοούμενους (με τα βιβλία του : Le Goϋt de la veritι, Rιponse ΰ Gilles Perrault και Vladimir Jirinovski, le Russe qui fait trembler le monde) που κατήγγειλαν τη «φαιοκόκκινη συμμαχία», την επικίνδυνη σύμπραξη εξτρεμιστών της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς που τους ενώνει το μίσος τους για το δημοκρατικό πολίτευμα και ο αντισημιτισμός. Το «Έγκλημα και μνήμη» τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο αστυνομικής λογοτεχνίας, ενώ το μυθιστόρημά του Play Back απέσπασε το βραβείο Mystθre της κριτικής. Άλλα βιβλία του ιδίου είναι :
Mort au premier tour
Le Gιant inachevι
Le Bourreau et son double
Le Facteur fatal
La Mort n’ oublie personne
Les Figurants
Le Der des Ders
Lumiθre noire
Nazis dans le mιtro
Mιtropolice
Zapping
Cannibale
Raconteur d’ histoires