Η διάτρηση της σιωπής

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί παλιότερα στη Φιλολογική Βραδυνή)



Η Σιωπή

Όσο και αν μένουν ανεκτέλεστα τα έργα,
όσο και αν είναι πλήρης η σιγή (η σφύζουσα
εν τούτοις)και το μηδέν αν διαγράφεται
στρογγύλον, ως άφωνον στόμα ανοικτόν, πάντα, μα
πάντα, η σιγή και τα ανεκτέλεστα όλα, θα
περιέχουν εν μέγα μυστήριον γιομάτο, ένα
μυστήριον υπερπλήρες, χωρίς κενά και δίχως
απουσίαν, εν μέγα μυστήριον (ως το
μυστήριον της ζωής εν τάφω)- το
φανερόν, το τηλαυγές, το πλήρες
μυστήριον της υπάρξεως της
ζωής, Άλφα-Ωμέγα.

Ανδρέας Εμπειρίκος




Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ασπρόμαυρο πάτωμα και πάνω του ένα πιόνι που στις διαδρομές του παρέμενε σιωπηλό και μοναχικό. Αν και συναντούσε κι άλλα πιόνια στο διάβα του, δεν επιχειρούσε να βγει έξω από το δικό του κάθε φορά τετράγωνο πλακάκι ούτε να καθρεφτιστεί στη λάμψη του δαπέδου και να δει τον εαυτό του ούτε να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού κατά το δοκούν το δικό του. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Όταν κάποτε το τολμούσε ή απλώς το κατόρθωνε, ήταν τότε που έμοιαζε ήδη πολύ αργά, αλλά δεν ήταν.
Η «μελωδία ενός ξεχασμένου παραδείσου» γίνονταν και πάλι η μουσική υπόκρουση της πορείας του : «Heaven, I’m in heaven...» άρχιζε να τραγουδά ο Φρεντ Αστέρ από το βάθος και νόμιζες ότι το παραμύθι θα ξεκινήσει, η Τζίντζερ Ρότζερς θα εμφανιστεί στην κορυφή της ολόφωτης κλίμακας στη σκηνή, το ζευγάρι θα ενωθεί και θα αρχίσει να στροβιλίζεται με τόσο αρμονικές κινήσεις που μοιάζουν να εκτελούνται από ένα χορευτή. Μόνο που στη θέση των δύο χορευτών ήταν το πιόνι και ο εαυτός του, που κατάφεραν κάποτε να συναντηθούν, να κοιταχθούν στα μάτια, να σπάσουν τη σιωπή τους με το βλέμμα και τελικά να συναποφασίσουν ότι μπορούν να πορευθούν παρέα ως μια ενιαία οντότητα και ύπαρξη για όσο παιχνίδι τους απομένει ακόμα.
Σε μια τέτοια παρτίδα από το ιδιόμορφο σκάκι της ζωής παρουσιάζονται οι δύο βασικοί ήρωες (πιόνια κατά την παραπάνω περιγραφή) της Λίλας Κονομάρα -η οποία και απέσπασε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου για το 2003 από το περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ για το ίδιο βιβλίο- στις νουβέλες της «Πεσσών Διάταξις» και «Μακάο» (Εκδόσεις Πόλις). Πρόκειται για τον κύριο Μόργκαν και τον Γκρεγκ Μόρισον. Δύο άνθρωποι που θα βρουν τον πραγματικό τους εαυτό και την αλήθεια που άφηναν να περνά από δίπλα τους σε όλη τους τη ζωή, χωρίς να τους αγγίζει. Για τον πρώτο ένα «μυστηριώδες» βιβλίο -μια πραγματεία πάνω στο σκάκι του κινέζου ιερέα της δυναστείας των Σουνγκ, Σουν Λο- και για τον δεύτερο ένα ναυάγιο και η περισυλλογή του από ένα πλοίο-φάντασμα με προορισμό το Μακάο. Είναι ακριβώς τα κίνητρα και οι αφορμές για να σπάσουν και οι δυο τη σιωπή τους προς τον ίδιο τους τον εαυτό και κατά συνέπεια τους άλλους γύρω τους, να ανακαλύψουν τον κρυμμένο άνθρωπο στην ψυχή τους. Όπως βάζει χαρακτηριστικά να ακούγεται από τα χείλη του Μπομπ Μακμπράιαν στο «Μακάο» η συγγραφέας: «...Για όλους μας, φίλε μου, υπάρχει κάποτε μια δεύτερη ευκαιρία. Αρκεί να μην την αφήσεις να περάσει χωρίς να τη δεις...δεν σκοτίζομαι πια για το μέλλον. Το παρόν με ενδιαφέρει, το παρόν και μόνο...»
Η πρώτη νουβέλα, «Πεσσών Διάταξις», θυμίζει στην ατμόσφαιρά του αλλά και στην εξέλιξη της διάρθρωσης του κειμένου, παραμύθι του Όσκαρ Ουάιλντ. Εκείνο το πολύ γνωστό με το Σκληρόκαρδο Γίγαντα και τον Κήπο του. Κάπως έτσι είναι σαν να μεταμορφώνεται και ο κύριος Μόργκαν, όταν ανακαλύπτει τη ματαιότητα της σκληρότητάς του, αλλά και την ομορφιά, την αγάπη και την αλήθεια που έχασε για χρόνια ολόκληρα από τη ζωή του, ενώ το ανθρώπινο τοπίο γύρω του αποκτά νέες διαστάσεις, δυναμική και σημασία, όταν αλλάζει μέσα του.
Κοινός τόπος με το «Μακάο» αποδεικνύεται η ενατένιση του σκηνικού και των διαδραματιζομένων από το βλέμμα της ανδρικής ψυχολογίας που σε αυτή τη νουβέλα προέρχεται από τον Γκρεγκ Μόρισον. Κατορθώνει, άραγε, μια γυναίκα συγγραφέας να ανιχνεύσει τα στεγανά της ανδρικής φύσης και ψυχής; Ένας άντρας μπορεί να μας απαντήσει. Στην ονειρώδη κατάσταση που χτίζει από τον τίτλο κιόλας η Λίλα Κονομάρα, χρησιμοποιώντας το εξωτικό Μακάο, αφήνει σκηνοθετικά ψήγματα εξαρχής που ανακαλύπτει σταδιακά ο αναγνώστης, προκειμένου να τον κάνει να υποψιαστεί για τα τρωτά της μαγείας, τα όρια και τις συνθήκες της πραγματικότητας, όλα αυτά μέσα στο γοητευτικό εσωτερικό χρόνο του κειμένου.
Τελικός στόχος της συγγραφέως μοιάζει η ουσιαστική διάτρηση της σιωπής από όπου κι αν προέρχεται. Είναι το άλλο κοινό στοιχείο ανάμεσα στον Μόργκαν και το Μόρισον, η βύθιση στη σιωπή της μοναξιάς, του φόβου. Η Κλάρα Φιλντ ενσαρκώνοντας ένα ρόλο σχεδόν φύλακα-αγγέλου, σαν τη μορφή του παράξενου παλαιοπώλη για τον κύριο Μόργκαν, γίνεται η προσωποποίηση του κίνητρου για την επίγνωση και τη γνώση, ένας ιδιόμορφος «από μηχανής θεός» που δείχνει την πόρτα για τη λύση του δράματος, αφήνοντας όμως όλη την πρωτοβουλία στον ήρωα (Γκρεγκ) και την αγωνία της επιλογής να τον τρώει και να τον επαναδιαμορφώνει : «Για να παιχτεί ένα παιχνίδι, χρειάζονται πάντα δύο, Γκρεγκ...τώρα νιώθεις πως ελίσσεσαι διαρκώς ανάμεσα σε σιωπηλούς σκοπέλους, αναπτύσσοντας στρατηγικές για να αντιμετωπίσεις την επόμενη κίνηση του αντιπάλου. Μετράς τις μέρες με νίκες και με ήττες, σ’ έναν αγώνα χωρίς τελειωμό...Ανάμεσα σε σένα και στον άλλο, απλώνεται η σιωπή, μια αβάσταχτη σιωπή...».Για να συνεχίσει η ίδια αρκετά παρακάτω την εξομολόγησή της για την κοινή της ζωή με τον άντρα της το Βίκτορ : ..«...Γιατί μη νομίζεις πως δεν τον εκδικιόμουν, κι αυτό, με το χειρότερο όπλο των ανίσχυρων: τη σιωπή. Για κάθε τι που του παραχωρούσα, τον απέκλεια από κάτι άλλο μέσα μου...».
Αυτά να λέγονται στον Γκρεγκ, τον άνθρωπο που είχε ορθώσει τα δικά του τείχη του φόβου και της σιωπής απέναντι στην αγαπημένη του Τζούντιθ με τρόπο σχεδόν απάνθρωπο για τον ίδιο του τον εαυτό πρώτα και μετά για τον απέναντί του κάθε φορά: «...οι μοναδικές στιγμές που το βλέμμα και τα χέρια του φανέρωναν όλη του την αγάπη ήταν όταν εκείνη ήταν ξαπλωμένη πλάι του, τις νύχτες, παραδομένη στον ύπνο. Λες και επρόκειτο για ένα μυστικό του οποίου το βάρος θα τον συνέθλιβε, αν αντίκριζε το φως της ημέρας...πασχίζοντας ίσως να θέσει υπό έλεγχο όλα όσα απελευθέρωνε χωρίς φραγμούς, η νύχτα...»