Ανεπίδοτες επιστολές οδύνης

«...Ονειρεύομαι πως κάποτε θα τα καταφέρω να γίνω συγγραφέας. Όλοι αυτοί οι κολοσσοί που με περιτριγυρίζουν, ο Γκόγκολ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τσέχοφ, βάζουν φωτιά στη φιλοδοξία μου. Πρέπει λοιπόν να γράψω! Μόνο αν γίνω συγγραφέας θα λυτρωθώ...Όμως, μόλις πατούσε το πόδι του στο έρημο σπίτι, ένας οξύς πόνος του μάγκωνε το στήθος, του έκοβε την ανάσα, δεν είχε από πού να γαντζωθεί. Το γραφείο του τον απωθούσε, τον απωθούσε ο Τσέχοφ, ο Μπεζανσόν, τα γραπτά του...»


Ποιος μπορεί να τα βάλει εύκολα με το αλάνθαστο ένστικτο των παιδιών ή με την ισχυρογνωμοσύνη τους ότι έχουν δίκιο; Ποιος μπορεί να αρνηθεί την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται στην αλήθεια; Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι η παιδική ηλικία, όταν είναι απαλλαγμένη από τα άγχη των μεγάλων και τις δυστροπίες τους, δεν είναι μια εποχή που ο άνθρωπος μπορεί να αντιλαμβάνεται -χωρίς πολλές αναλύσεις και τερτίπια της λογικής- την αξία, όπου κι αν κρύβεται ή λάμπει αυτή;
Είμαι ένα από κείνα τα παιδιά που μεγάλωσαν με τα βιβλία της Ζωρζ Σαρή και της Άλκης Ζέη, η δεύτερη, μάλιστα, ήταν και η αδυναμία μου, μ’ εκείνη τη Μέλια και το Καπλάνι της... «Ο Θησαυρός της Βαγίας» και το «Κρίμα κι άδικο» είναι από τα βιβλία της Ζωρζ Σαρή που έπεσαν στα χέρια μου μικρή και δεν αναρωτήθηκα ούτε στιγμή για την αξία τους. Κάποτε τα παιδικά αναγνώσματα περνάνε απλώς σ’ ένα κλειστό ντουλάπι της μνήμης κι ανασύρονται αυτοβούλως, χάρη στη δυναμική της καθαρότητας των αισθημάτων που κλείνουν στους κόλπους τους. Η ενηλικίωση δεν αφήνει και πολλά περιθώρια να είσαι σε θέση πάντα να διακρίνεις την αξία και την ομορφιά στη λογοτεχνία. Θαμπώνεσαι καμιά φορά είτε από διανοουμενίστικες αμφισβητήσεις είτε από τρέχοντα γούστα και νιώθεις αδύναμος αναγνώστης στην υπερπληθώρα της εκδοτική παραγωγής να αναγνωρίσεις το πραγματικά ωραίο κι απλό, μπορεί και διαχρονικό.
Έπρεπε να περάσει καιρός και να συναντήσω ξανά τη Ζωρζ Σαρή σε ενήλικα μονοπάτια ανάγνωσης για να πιστοποιήσω μέσα μου ότι αυτά που διαβάσαμε μικροί δεν είναι απλώς περιβεβλημένα με την αξία που τους δίνει η νοσταλγία -που δεν είναι και ο καλύτερος σύμβουλος- αλλά είναι βιβλία που βρέθηκαν στα παιδικά μας χέρια και τ’ αγαπήσαμε, γιατί ο συγγραφέας τους μας απηύθυνε το λόγο ειλικρινά, μιλώντας όχι μόνο στην παιδική μας αφέλεια, αλλά στην ανάγκη μας για αλήθεια μέσα και γύρω μας. Σ’ αυτή τη χρεία ήρθε η Ζωρζ Σαρή άλλη μια φορά να ανταποκριθεί, διηγούμενη μια ιστορία, με απλότητα, ομορφιά και τέχνη. Πρόκειται για το τελευταίο της μυθιστόρημα «Γράμμα από την Οδησσό» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη. Μια ιστορία γραμμένη σε επιστολική μορφή, όπως υπαγορεύει και ο τίτλος της, με αφηγητή έναν άνδρα, το Χριστόφορο, παραδομένο στις φλόγες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου που γλείφουν οδυνηρά τη ζωή του και την καίνε. Η ντοστογιεφσκική αχλύ που πλανάται στις σελίδες του, υποθάλπει έναν άλλον ιδιότυπο «Ρασκόλνικοφ», το Χριστόφορο, που το προσωπικό του «έγκλημα» θα φέρει μια «τιμωρία» τόσο βαθιά και επώδυνη, όπως μόνο η ίδια η ζωή ξέρει να ενορχηστρώνει τραγωδίες και να δίνει κατευθυντήριες γραμμές κάθαρσης για την κατάληξή τους. «...Όταν κάθισε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ο αστυνομικός πλάι στον οδηγό, έγειρε το κεφάλι του, έκλεισε τα μάτια του και χαλάρωσε. Ζωντάνεψε το κορμί του, πεντακάθαρο το μυαλό του. Ένας άλλος Χριστόφορος. Ανεξήγητο το φαινόμενο. Να ήταν η βότκα θαυματουργή; Ήξερε γιατί τον κουβαλούν στην Ασφάλεια. Όμως εκείνος είναι αθώος...»
Ένας άνδρας στα τριάντα και κάτι του, συνδέει τη μοίρα του με τους κεντρώνες της Ιστορίας, τη σαρωτική τους ισχύ. Η γραμμή της ζωής του παρασύρεται από τους ανέμους και τα ρεύματα της εποχής του, ενώ μέσα από τη γραφή της Ζωρζ Σαρή ξεπροβάλουν ψηφίδες μιας τοιχογραφίας των χρόνων εκείνων: από τον Ψυχάρη και το «Νουμά» μέχρι τη ζωή των Ελλήνων στην Οδησσό του 1914. Στη δίνη της ιστορικής συγκυρίας μια βαθιά αγάπη που θα κλονιστεί, ένα παράνομο ερωτικό πάθος που θα τελειώσει βιαίως, μια νομοτελειακή εξέλιξη των πραγμάτων και των αισθημάτων που δεν συντηρούνται με γράμματα και λογοτεχνικές απόπειρες. Η ζωή τα παρασέρνει όλα στο πέρασμά της, δυνατά, έντονα, καταλυτικά και δεν πολύ-καταλαβαίνει από χυμένο μελάνι σε σελίδες χαρτιού. Στις δικές της σελίδες χύνεται αίμα. «...Αγαπημένη, Έκλεισα το λεξικό του Μπεζανσόν και σου γράφω. Πόσες φορές μέσα από τα γράμματά μου σου φωνάζω βοήθεια. Τα ξαναδιαβάζω αυτά τα γράμματα, που ποτέ δεν θα ταχυδρομηθούν, και με τρομάζουν οι κραυγές απελπισίας μου, τα τόσα δάκρυά μου. Ωστόσο δεν μετανιώνω, μιας και τα λόγια μου δεν θα φτάσουν ποτέ σε σένα. Όταν θα είσαι πια στη αγκαλιά μου και θα τα διαβάζουμε μαζί, η απελπισία μου θα είναι παρελθόν, μέσα στην ευτυχία που θα νιώθαμε μπορεί και να σε συγκινήσει ο τρελός έρωτας του άντρα σου...»
Κάπου πήρε το μάτι μου τον επισειόμενο χαρακτηρισμό «μελό εποχής» για το νέο μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή. Δεν ήξερα ότι και το μελό έχει εποχή... Αν έχει, υπάρχουν τόσα άλλα που διεκδικούν επάξια τον τίτλο, που ας αφήσουμε το «Γράμμα από την Οδησσό» να είναι ένα ηλεκτρισμένο, φορτισμένο συγκινησιακά κείμενο που αρπάζει τον αναγνώστη από τα δικά του αισθήματα και τον βυθίζει στον εαυτό του. Ο Χριστόφορος, ο εμπνευστής των ανεπίδοτων επιστολών, βιώνει τη μοναξιά, την εγκατάλειψη από τον ίδιο του τον εαυτό και την προδοσία από τους άλλους και προς τους άλλους, με έναν τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια για ανόητα κλαψουρίσματα. Η πλοκή που ξετυλίγει με μαεστρία η συγγραφέας, εξαλείφει και την παραμικρή χαραμάδα να εισρεύσει εύκολα η υγρασία οποιασδήποτε ρηχής συγκίνησης. Διάβασα το βιβλίο με την ίδια απορρόφηση -παραδόθηκα πλήρως στα θέλγητρα της δημιουργού-, όπως όταν ήμουν παιδί. Μου το επέβαλε η γραφή της Ζωρζ Σαρή. Και όταν είσαι παιδί, δεν αναλύεσαι σε ψεύτικα δάκρυα από φτηνό μελό, αλλά αναγνωρίζεις το πηγαία ειλικρινές και συγκινείσαι βαθιά ανθρώπινα, με την αφέλεια που έχουμε χάσει ακόμη και για τη λογοτεχνία που είναι τόσο θερμή τέρψη ψυχής και όχι εργοστάσιο παραγωγής αισθήσεων, αισθημάτων και ιδεών.