Στα απολεσθέντα της αγάπης

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)

Μια υπόκωφη εσωτερική κραυγή. Αυτή της βαθιάς κι ανεξάντλητης αγάπης. Μεταξύ τριών ανθρώπων που μεγάλωσαν μαζί, με κοινό πεπρωμένο από το οποίο δεν μπόρεσαν να διαφύγουν. Ο μόνος τρόπος να αμυνθούν έναντι της ίδιας της προδιαγεγραμμένης πορείας τους, ήταν η ψευδαίσθηση ότι η αποδεδειγμένα ακλόνητη αγάπη μεταξύ τουλάχιστον δύο εκ των τριών θα μπορούσε να παρατείνει το βίο τους.
Όταν μιλάμε για βίο, στο βιβλίο του Καζούο Ισιγκούρο «Μη μ’ αφήσεις ποτέ» που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση από την Τόνια Κοβαλένκο, εννοούμε τη ζωή κλώνων, όπως είναι οι ήρωες του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, προορισμένοι μόνο να παρέχουν τα όργανά τους για μεταμοσχεύσεις των υπολοίπων ανθρώπων και να καταλήγουν αργά ή γρήγορα. Η θητεία του συγγραφέα σε κοινωνικά ιδρύματα στη Βρετανία αποδεικνύεται πολύτιμη για το εν λόγω έργο του, καθώς κατορθώνει να στήσει ένα τόσο ιδιόμορφο σύμπαν -αυτό ενός οικοτροφείου για παιδιά-κλώνους- μέσα στο οποίο βρίσκει χώρο να απλωθεί η μνήμη και να υπάρξει η όποια ζωή. Όλη η αφήγηση ακολουθεί τους διαδρόμους της μνήμης, είναι μια θύμηση τόσο ζωντανή που υποκαθιστά κάθε άλλη πραγματικότητα. Για την ακρίβεια δεν υπάρχει άλλη πραγματικότητα παρά η μνήμη και τα κατάλοιπά της. Όπως είχε πει και ο Τρούμαν Καπότε, οι αληθινά ερωτευμένοι είναι «μνήμη, η γη και το ύδωρ της ύπαρξης».
Τρία παιδιά, μεγαλώνουν στο Χέιλσαμ, αυτό το οικοτροφείο κλώνων, κάπου στη βρετανική επαρχία. Η Κάθυ, η Ρουθ και ο Τόμυ. Οι δύο απ’ αυτούς αγαπιούνται κρυφά, υπόγεια, ουσιαστικά, μακριά από την κοινή θέα, κατανοούν ο ένας τον άλλον σαν να πρόκειται για έναν άνθρωπο και μόνον. Αλλά δεν το ξέρουν ούτε και οι ίδιοι ή μάλλον φοβούνται να το παραδεχτούν, γιατί πονάει τόσο η αγάπη όσο και το προγραμματισμένο από τις έξωθεν συνθήκες τέλος της.
«...Ίσως να είχαμε όλοι στο Χέιλσαμ τέτοια μυστικά, μικρά, ιδιωτικά λημέρια, χτισμένα με αέρα κοπανιστό, στα οποία μπορούσαμε να καταφεύγουμε μόνοι, με τους φόβους και τις επιθυμίες μας. Αλλά το να ομολογούμε ότι είχαμε τέτοιες ανάγκες θα πρέπει να έμοιαζε τότε λάθος στα μάτια μας, σαν να φανερώναμε έτσι το προκάλυμμά μας...»
Το καταφύγιό τους είναι αυτό το υφέρπον αίσθημα. Ο συνδυασμός των δύο άλλων παιδιών -ο εξώφθαλμα ερωτικός- αποδεικνύεται ανίκανος να σταματήσει τη θλιβερή τους μοίρα. «...Είναι βλακεία να υποθέτουμε ότι θα έχεις την ίδια ζωή με αυτή του πρωτοτύπου...». Αυτό που χτίζει με μοναδική μαεστρία ο Καζούο Ισιγκούρο είναι ένας κόσμος τόσο αληθοφανής που σε τρομάζει με τις διαστάσεις και τις προεκτάσεις του στην πραγματική ζωή. Αυτό το περιθώριο του Χέιλσαμ μοιάζει με οποιοδήποτε περιθώριο φτιάχνει κανείς για να προστατέψει τις μνήμες του, την παιδική του ηλικία, τις καταβολές του και άρα τις «προδιαγραφές» του γι’ αυτό που λέγεται πορεία ζωής ενός ανθρώπου. Το αναπόφευκτο τέλος καραδοκεί για όλους. Εκείνο όμως που τους κάνει όλους ανθεκτικούς στη θλιβερή σκέψη του, είναι η αγάπη και η ανυπολόγιστη ομορφιά της.
Στο βιβλίο με το σπαρακτικό τίτλο «Μη μ’ αφήσεις ποτέ», η αγάπη παίρνει τη συμβολική μορφή μιας απλής κασέτας με μουσική. Η Κάθυ είναι η κάτοχός της και θα γίνει για την ίδια αργότερα ο τρόπος να της αποκαλυφθεί ο βαθύς έρωτας του Τόμυ για κείνη. Μια κασέτα στα απολεσθέντα της αγάπης, όπως είναι αυτό το βιβλίο ένα καταφύγιο της απολεσθείσας αγάπης για τον αναγνώστη. Αυτή η αγάπη είναι η μόνη φλόγα που κρατάει άσβεστη την ύπαρξη των ανθρώπων που αισθάνονται και είναι απόβλητοι. Άτομα που εμφανίζονται σαν να μην έχουν προέλευση και άρα ρίζα. Μόνο ένα κοινό μεσοδιάστημα στο οικοτροφείο, αυτό λέγεται ζωή -ακόμη κι όταν δεν είναι- γι’ αυτούς. «...Όλοι το ξέρουμε. Είμαστε φτιαγμένοι απ’ τα αποβράσματα. Από ναρκομανείς, πόρνες, μεθύστακες, αλήτες. Ίσως κι από φυλακισμένους, φτάνει μόνο να μην είναι ψυχοπαθείς. Αυτοί είναι τα πρωτότυπά μας. Αφού το ξέρουμε, γιατί δεν το παραδεχόμαστε;... τότε ψάξτε στους υπονόμους. Στα σκουπίδια. Ψάξτε στα αποχωρητήρια -εκεί θα βρείτε την προέλευσή μας...»
Η τέχνη μοιάζει με αποτύπωση του χαμένου παραδείσου μέσα στην ίδια τους την ψυχή. Μόνο διαμέσου των έργων της, τα παιδιά του Χέιλσαμ αποκτούν ψυχή και την απόδειξή της ότι υπάρχει.
«...ορισμένα έργα όπως οι πίνακες και τα ποιήματα, αποκάλυπταν τον εσωτερικό μας κόσμο. Είχε πει ότι αποκάλυπταν την ψυχή μας...»
Το μυθιστόρημα αυτό που θεωρείται από πολλούς το καλύτερο του Καζούο Ισιγκούρο μετά «Τα απομεινάρια μιας μέρας», διαπνέεται από έναν πόνο βουβό, ανείπωτο. Κλείνεις το βιβλίο και αισθάνεσαι ένα βάρος να σε πλακώνει στην καρδιά, μια θολούρα να απλώνεται στο μυαλό, μέσα από τα πέπλα της ανάλαφρης μελαγχολίας που ρίχνει ο συγγραφέας πάνω στον αναγνώστη του. Είσαι αναγκασμένος να ψάξεις μόνος σου για την «κασέτα» της ζωής σου και να έχεις τα μάτια σου διαρκώς ανοιχτά, μήπως και φανεί δίπλα σου εκείνος που έχει τη διάθεση και την αγάπη να ψάξετε μαζί για την ανεύρεσή της. «...Ο Τόμυ είχε σταματήσει την άσκηση τεντώματος και με κοιτούσε ερωτηματικά. Ξαφνικά, είχε γίνει πάλι παιδί, δίχως το παραμικρό προκάλυμμα, κι είδα να σκιάζει τα μάτια του κάτι που έμοιαζε με πονεμένη οργή...»