Εγχειρίδια ευφυούς ανθρωπιάς

(Η ιδέα να δημοσιεύσω αυτό το κείμενο που προηγουμένως έχει μπει στη Φιλολογική Βραδυνή, μου ήρθε από το χθεσινό ποστ της Ladychill. Τα σέβη μου, Λαίδυ!)

«Δεν είναι η αγάπη που κάνει τον κόσμο να προχωράει, αλλά η αμφιβολία. Είναι το τίμημα της ελευθερίας. Αν έχεις την αμφιβολία εναντίον σου, τότε, η ζωή είναι μια σκέτη σύγχυση -αν την έχεις με το μέρος σου, τότε είναι μια περιπέτεια.»


Ανακάλυψα προσφάτως ότι οι συνταγές, τα εγχειρίδια, τα προγράμματα, οι οδηγίες, οι δίαιτες, οι life-style συμβουλές των περιοδικών, εν γένει όλα αυτά που παρέχονται ως επικουρικές πληροφορίες από τα έντυπα, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τα βιβλία, εφόσον είναι κατάλληλα για μια περίσταση, λειτουργούν. Ναι, λειτουργούν και απόλυτα μπορώ να πω, όσο σαχλά ή μηδαμινής αξίας φαντάζουν. Αλλά υπάρχει το εξής ζήτημα: δεν μπαίνει κανείς στον κόπο να τα ακολουθήσει -αφού προηγουμένως ελέγξει την επιστημονική τους βάση ή τη λογική τους ευστάθεια- και μάλιστα με συνέπεια και σοβαρότητα, προκειμένου να πετύχει ένα συγκεκριμένο στόχο του.
Η υπερπροσφορά των υποδείξεων και συμβουλών και παραινέσεων -συχνά πλάγιες και διαφημιστικές- από τα επικοινωνιακά μέσα δημιουργεί έναν πληθωρισμό που τις πνίγει και ξεθυμαίνει την όποια χρησιμότητά τους ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα. Έτσι, αρκούνται όλοι στο να ξέρουν, για παράδειγμα, αυτό το χιλιομασημένο του Κοέλιο ότι «άμα θέλεις κάτι πολύ συνωμοτεί το σύμπαν για να γίνει», αλλά ουδείς βοηθάει έστω το προσωπικό του σύμπαν να συνωμοτήσει για χάρη του, συγκεντρώνοντας πρακτικά όλες του τις δυνάμεις στον πολύ δικό του σκοπό. Όποιος το κάνει, το βέβαιο είναι ότι τα αποτελέσματα στη ζωή του είναι ορατά, αφού μαθαίνει να κατακτά στόχους, αλλά το επόμενο στάδιο γι’ αυτόν είναι να θέλει να μεταλαμπαδεύσει στους γύρω του αυτή τη μικρή του σοφία. Και το κάνει, βρίσκει συχνά πρόθυμο ακροατήριο, αλλά τις περισσότερες φορές αποδεικνύεται άγονος ο αγώνας: πρέπει να έχει την τύχη να μεταδώσει την πείρα του σε αυτιά που θέλουν να ακούσουν, σε μάτια που θέλουν να δουν, σε ανοιχτά μυαλά που θέλουν να σκεφτούν, να αμφισβητήσουν ή και να βοηθηθούν από την πολύ προσωπική εμπειρία κάποιου νικητή, δηλαδή κάποιου που πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει.
Αυτό, λοιπόν, το ρόλο του πραγματικού γκουρού της καθημερινότητας, της ζωής, της αμφιβολίας και της ανθρωπιάς -συνήθως αυτοί που αυτοαναγορεύονται για προσωπικούς εμπορικούς λόγους έτσι, δεν είναι κιόλας- του ανθρώπου που θέλει να δώσει και στους άλλους τη μικρή ή τη μεγάλη του σοφία και το καταφέρνει με την καλλιέργεια, την ευφυία και το χιούμορ του, παίζει με τεράστια επιτυχία, ακόμη κι αν έχει φύγει από τη ζωή ο Peter Ustinov. Αν στο αναγνωστικό του κοινό βρει πρόσφορο έδαφος να ανθίσουν οι σπόροι της αμφισβήτησης και της ανθρωπιάς που εκείνος ρίχνει, είναι ένα άλλο ζήτημα. Ο ίδιος δίνει το δικό του εγχειρίδιο ζωής, το δικό του χάρτη πλοήγησης, τη δική του πορεία πλεύσης, τη δική του διαθήκη για τους επερχόμενους. Αυτό που τον ξεχωρίζει από όλους αυτούς που πουλάνε τις συμβουλές τους, είναι ο καλαίσθητος και ευφυής τρόπος του, ο οποίος αποκαλύπτει και τις αγνές του προθέσεις: «Επειδή δεν είμαι ειδήμων σε κανέναν τομέα, αλλά απλά και μόνο ένας συγγραφέας, και συνεπώς εξερευνητής της ανθρώπινης καρδιάς, δεν έχω τον παραμικρό δισταγμό να δηλώσω την άποψή μου». Όπως υποστηρίζει άλλωστε και ο ίδιος, είναι με το μέρος της καλής πρόθεσης. Γιατί να μην είμαστε κι εμείς; Τι μας εμποδίζει;
Στα δύο βιβλία του Peter Ustinov που κυκλοφορούν στη χώρα μας από την Εμπειρία Εκδοτική σε μετάφραση της Εύης Καλλιγέρη, το «Για τη ζωή και άλλα μικροπράγματα» και το «Όσα ξέρω για την αγάπη», αποκαλύπτεται αυτή η πολυδιάστατη προσωπικότητα του πνευματώδους δημιουργού. Σε κάποια σημεία ποιητικός, σε άλλα κυνικός, μα σχεδόν σε όλα εύστοχος και αποτελεσματικός, αν και αποσπασματικός και σύντομος -αλλά περιεκτικός- ο λόγος του Ustinov έχει έναν καίριο στόχο: την ανάδειξη του ανθρωπισμού και της δύναμης της αμφιβολίας, της υγιούς σκέψης. «Όπως έχει ήδη επισημανθεί, το ανθρωπιστικό στοιχείο υπερβαίνει πάντα το υλιστικό, αρκεί να του δώσει κανείς χρόνο».
Το ευχάριστα παράδοξο και ανατρεπτικό είναι ότι ο αποφθεγματικός τρόπος που διατυπώνει τις προσωπικές του αλήθειες ο συγγραφέας -που δεν απέχουν πολύ από τη γενική αλήθεια, συνήθως ταυτίζονται αυτές- δεν έχει κανένα δογματικό ύφος. Ίσα-ίσα ενθαρρύνει κατηγορηματικά την αποπομπή της προκατάληψης από τη ζωή του ανθρώπου και από τη σκέψη του. «Σε όλα τα παιχνίδια της ανθρώπινης συνύπαρξης η κριτική ενθαρρύνεται. Θεωρείται κάτι σαν τις βαλβίδες ασφαλείας, τις οποίες βάζει ένας μηχανικός στις μηχανές του. Κάπου πρέπει να υπάρχει μια δυνατότητα να εκτονωθεί ο ατμός των απόψεων».
Η ευστροφία του Ustinov σε συνδυασμό με την πολύ γεμάτη ζωή που έζησε, προσθέτει ένα ακόμη στοιχείο που διακρίνει το συγγραφικό έργο του: εκλείπει σχεδόν αυτή η λεγόμενη «ευφυής μισανθρωπία» που χαρακτηρίζει συχνά τους μεγάλους άνδρες, τους επιτυχημένους, τους νικητές, τους δαφνοστεφανωμένους σε κάποιον τομέα. Τη θέση αυτή καταλαμβάνει το εκλεπτυσμένο χιούμορ, η δική του σοβαρότητα, όπως το χαρακτηρίζει. «Ο καλός Θεός ήταν εργένης. Μπορεί λοιπόν κανείς δικαίως να υποθέσει ότι οι εντολές του αναφορικά με το γάμο ήταν περισσότερο θεωρητικού παρά πρακτικού χαρακτήρα».
Για να κατορθώσει κανείς να μείνει μακριά από αυτού του είδους τη «μικρότητα» των μεγάλων ανδρών -δηλαδή την αλαζονεία, τον κυνισμό και την κακότητα καμιά φορά- πρέπει να διαθέτει βαθιά γνώση του εαυτού του, θέληση να ψάξει τι είναι και πώς είναι οι άλλοι γύρω του και φυσικά έναν ισχυρά θεμελιωμένο σαρκασμό σαν αυτό του Ustinov που διαλύει κάθε νέφος μικροπρέπειας. Μ’ αρέσει η σκέψη του, γιατί καταφέρνει -ιδίως στην πολύ ώριμη ηλικία που αυτό είναι αρκετά δύσκολο για τους περισσότερους που έχουν απολαύσει τέτοια δόξα και φήμη- να είναι γενναιόδωρη, αυθεντική, θαρραλέα, δημιουργική, απαλλαγμένη από μιας μορφής στείρα σκληρότητα αυτών που έχουν μοχθήσει να περιφρουρήσουν το ταλέντο τους, αν και ο ίδιος λέει: «Για να είναι κανείς ήπιος, ανεκτικός, σοφός και συνετός, πρέπει να διαθέτει μια αξιόλογη δόση σκληρότητας».
Το γοητευτικό είναι ότι ο Peter Ustinov απλώνει το χέρι του στον αναγνώστη, το συνάνθρωπο, τον συνταξιδιώτη, με διάθεση να τον οδηγήσει στο δικό του ανοιχτό παράθυρο της προσωπικής του γνώσης και σοφίας και να του δείξει με χέρι σταθερό και βλέμμα λαμπερό τα δικά του αστέρια στο δικό του πεντακάθαρο ουρανό. «...Τίποτα δεν ενώνει περισσότερο νοσταλγικά τις γενεές μεταξύ τους από ένα άρωμα. Η γλυκιά μυρωδιά ενός παλιού βιβλίου λέει πολύ περισσότερα από τα πανάρχαια λόγια και τις αποξηραμένες απόψεις που έχουν διατηρηθεί στις σκουληκοφαγωμένες σελίδες του, και η υπόνοια υγρής μούχλας σε κάποιο υπόγειο ή μοναστήρι μεταδίδει μέσα από τα ρουθούνια μια αίσθηση φόβου και δέους, όπως αυτή που πριν από πολύ καιρό κυρίευσε ανθρώπους που γνώριζαν άλλα κριτήρια για το ζήλο, άλλες πύλες του πόνου...»