Το χρώμα της αγάπης και του χρήματος

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στη Φιλολογική Βραδυνή)

«...Στο επάγγελμά της η Άννα κυριολεκτικά μετρά την αξία των ανθρώπων. Είναι κάτι που οι περισσότεροι κρύβουν συχνά από τους άλλους και συχνότερα από τον ίδιο τους τον εαυτό. Δεν είναι ευχάριστο να συρρικνώνεται κανείς στα περιθώρια του κέρδους και της απώλειας, να βλέπει τη ζωή του να αποτιμάται και να υπολογίζεται...»



Η οικονομική κατάρρευση των διεθνών αγορών και του κινητήριου μοχλού τους, ενός άνδρα που επινόησε το πρώτο ηλεκτρονικό νόμισμα, θα γίνει η αφορμή και η αιτία να αναδειχθεί το μεγαλείο της αγάπης. Το χρονικό της «πτώσης» αυτού του άνδρα, η πορεία του προς την καταστροφή γίνεται ο δρόμος, σκεπασμένος από την αιθαλομίχλη του θρίλερ και του βρετανικού ουρανού, για να περπατήσει η αγάπη, να φωλιάσει ο έρωτας.
Μια γυναίκα, η οικονομική ελεγκτής της αυτοκρατορίας του, η ίδια του η διώκτρια δηλαδή, θα ανακαλύψει τις πληγές του -καταρχάς εκείνες τις βουβές της ζωής του, του παρελθόντος και του παρόντος του- και θα οσμιστεί την επερχόμενη συντριβή του. Σχεδόν θα την προβλέψει, χωρίς άλλο τρόπο αντίδρασης, παρά τη βασανιστική αναμονή και το τέλος θα έρθει, αποτελώντας ταυτόχρονα μια νέα απαρχή. «...Οι άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν πως το χρήμα και ο έρωτας είναι αντίθετοι όροι, αλλά η Άννα δεν είναι πια απόλυτα σίγουρη γι’ αυτό. Όπως και να ‘χει, η αγάπη και το χρήμα κλίνουν το ένα προς το άλλο. Τα χρήματα αναδύονται από την απληστία και τη γενναιοδωρία, δύο έννοιες που ενυπάρχουν στην αγάπη και αποδεικνύουν την ύπαρξή της...»
Αυτές τις δύο αξίες του απτού χρήματος από τη μία πλευρά -που τελικά δεν πιάνεται πια, γιατί κυκλοφορεί μόνο με την ηλεκτρονική του μορφή- και της αγάπης από την άλλη, που είναι από μόνη της άπιαστη, αλλά βρίσκει τρόπο να ενσαρκωθεί στις ψυχές και τα βλέμματα και τη σκέψη και τα κορμιά δύο ανθρώπων, πραγματεύεται ο Τοbias Hill στο μυθιστόρημά του «Ο Κρυπτογράφος» που κυκλοφορεί από την Εμπειρία Εκδοτική σε μετάφραση Πέρσας Κουμούτση.
Το βιβλίο του Hill διαπνέεται από μια ιδιότυπη ποιητική, συνδυάζοντας τη μεταφυσική χροιά που ακολουθεί τους ήρωές του με έναν ρεαλισμό αιχμηρό. Ο συγγραφέας εξερευνά τα μύχια του νου και του ψυχισμού των πρωταγωνιστών της ιστορίας του, τοποθετώντας τους στο μέλλον, μέσα από διαθλαστικούς καθρέφτες του ίδιου του σύγχρονου κόσμου. Φιγούρες αποξενωμένες, βγαλμένες από τον αιώνα που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η μοναξιά είναι μπροστά, στα χρόνια που έρχονται. Στα χρόνια που ο άνθρωπος κυνηγά το χρήμα, έστω και μέσα από την ηλεκτρονική του αντανάκλαση και ο βρετανός δημιουργός την αποκρυπτογραφεί με μοναδικό τρόπο, αναδεύοντας την ευαισθησία με την ευθραυστότητα της πραγματικότητας. «...Δεν έχουν όλοι το πρόσωπο που τους αξίζει. Συχνά οι άνθρωποι μπερδεύουν την επιφυλακτικότητα με την υπεροψία, η συστολή δεν είναι παρά μια μορφή ευγένειας...»
Ο ρυθμός του κειμένου έχει κάτι από την κομψότητα των μεγάλων κλασικών έργων. Ο Tobias Hill κατορθώνει να στήσει ένα λογοτεχνικό σύμπαν που απορροφά ολοκληρωτικά τον αναγνώστη. Όταν αναδύεσαι απ’ αυτό, αισθάνεσαι ένα ηδονικό μούδιασμα της σκέψης σου, σαν να έχεις γίνει μέτοχος της αλήθειας που αναζητεί και ο ίδιος ο μυθιστοριογράφος. Δεν θέτει ο λογοτέχνης φτηνά διλήμματα του τύπου: χρήμα ή αγάπη. Διερευνά τις εκδοχές και των δύο, στην αρχή να συγκρούονται, μετά να συμπορεύονται, στο τέλος να ξεμακραίνει το καθένα προς την κατεύθυνση που επιλέγει γι’ αυτό η αξία της αλήθειας στην ανθρώπινη ζωή. «...Υπάρχουν μέρες κατά τις οποίες προσπαθεί να χαθεί μέσα στη δουλειά της για να ξεχαστεί, και άλλες που δε δουλεύει καθόλου. Με το τσιγάρο να καίγεται μόνο του στο χέρι της, η σκέψη του Τζον την επισκέπτεται ξανά και ξανά σαν τον οξύ πόνο που προέρχεται από την ανάμνηση ή τη φαντασία, κάθε φορά διαφορετικός αλλά πάντα ο ίδιος σαν τις παραλλαγές στη μουσική. Περνά τις μέρες της περιμένοντας ακριβώς όπως στις σκέψεις της περιμένει εκείνος. Περιμένει την ίδια, περιμένει τις ενέργειές της ή περιμένει -τώρα το βλέπει ξεκάθαρα -να πληρώσει το τίμημα. Ένας άντρας που περιμένει την πτώση του...».
Ο προβληματισμός που θέτει ο Hill, αφορά την έννοια της αξίας, χρησιμοποιώντας την προφανή έκφανσή της -δηλαδή το χρήμα- αλλά και την άλλη την αδιόρατη πλευρά -αυτή της αγάπης, που δεν προσμετράται, δεν αγγίζεται, δεν χωράει παρά μόνο στην ψυχή και το μυαλό. Το χρήμα ταξιδεύει, αξιώνεται και απαξιώνεται, στο βιβλίο του βρετανού συγγραφέα, μέσα από τις ατραπούς του διαδικτύου. Η αγάπη γεννιέται μέσα από την αφορμή της ύπαρξης του χρήματος στο πλεόνασμά του και αποδεικνύει τη μεγαλοσύνη της, επιβεβαιώνει την κυριαρχία της, μέσα από την έλλειψη του χρήματος, την οικονομική καταστροφή.
«...Μέχρι να αγγίξουν οι τιμές τα κατώτατα όρια, είναι ήδη πολύ αργά. Μέσα από τα χρήματα ο χρόνος μοιάζει να γλιστρά αντίστροφα. Σε λιγότερο από δύο ώρες ο κόσμος έχει καθυστερήσει μερικές εικοσαετίες. Τα πρόσωπα λυγίζουν από τη συνειδητοποίηση ότι κάτι έχει πάει τόσο στραβά και τόσο λάθος, που οι δεκαετίες έχουν σβήσει. Σαν τα πλοία ή τα σπίτια κάτω από τεράστια παλιρροϊκά κύματα. Ολόκληρες ζωές, αν μπορούν οι ζωές να μετρηθούν σε χρήμα -και είναι αλήθεια ότι πολύ συχνά μπορούν- σε απληστία, σε γενναιοδωρία ή σε επιθυμία...»

Ο συγγραφέας

Ο Tobias Hill γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1970 στο Λονδίνο. Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Sussex. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές που τιμήθηκαν με βραβεία, ενώ το 1998 η συλλογή διηγημάτων του «Skin» απέσπασε το λογοτεχνικό βραβείο PEN/Macmillan. Τα μυθιστορήματά του σημειώνουν μεγάλη επιτυχία στη Μεγάλη Βρετανία. Από την Εμπειρία Εκδοτική κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Για την Καρδιά των ‘’Τριών Αδερφών’’: Ακολουθώντας τα πετράδια του Στέμματος».