«Η πολιτική στον ελεύθερο κόσμο τείνει να γίνει προ-συσκευασμένη»

(Σας καλωσορίζω όλους και πάλι με ένα θέμα που δημοσιεύτηκε το Σάββατο 24/6/2006 στη Φιλολογική Βραδυνή)




Ένα παιδί που γεννιέται στην Κούβα το 1950, εγκαταλείπει τη χώρα του στα δώδεκα χρόνια του χωρίς τους γονείς του και βρίσκεται στις ΗΠΑ, όπως 14.000 ακόμα παιδιά με την Επιχείρηση Πέδρο Παν. Μετά από ταλαιπωρίες και βάσανα προσωπικά, κατορθώνει να σταθεί στα πόδια του και να μιλά σήμερα από τη θέση του καθηγητή Ιστορίας και Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Δεν του επετράπη ποτέ πια η είσοδος στη γενέθλια χώρα, ενώ ο πατέρας του πέθανε χωρίς να τον ξαναδεί. Όχι, δεν είναι ήρωας μυθιστορήματος, αλλά της πραγματικής ζωής. Πρόκειται για τον Carlos Eire που έγραψε τα απομνημονεύματα της δικής του περιπέτειας -στο βιβλίο του «Περιμένοντας για χιόνι στην Αβάνα» που κυκλοφορεί στη χώρα μας από την Εμπειρία Εκδοτική σε μετάφραση Γιάννου Αιόλου- και ξορκίζοντας τους δικούς του «δαίμονες», επιχειρεί να βροντοφωνάξει στον υπόλοιπο κόσμο το δράμα που έζησαν και ζουν οι άνθρωποι στην Κούβα. Στην Κούβα της Επανάστασης, του Φιντέλ και του Τσε Γκεβάρα. Στη συνέντευξη που μου έδωσε με αφορμή το βιβλίο, τον ρώτησα αν η Ιστορία γράφεται από τους νικητές ή τους ηττημένους και ποιοι είναι οι νικητές και οι ηττημένοι στη σημερινή Κούβα. Μου απάντησε: «Ναι, οι νικητές γράφουν την ιστορία. Αλλά οι νικητές δεν παραμένουν πάντα νικητές. Τελικά, φθίνουν και κάποιος άλλος έρχεται και λέει την ιστορία ίσως και με διαφορετικό τρόπο. Οι νικητές, φυσικά, είναι πάντα ισχυρότεροι όσο κερδίζουν. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι σωστοί ή δίκαιοι. Στην Κούβα σήμερα οι νικητές είναι αυτοί που υποστηρίζουν το ολοκληρωτικό καθεστώς και πιθανόν αριθμούν μόλις το 5% του συνολικού της πληθυσμού. Αυτοί απολαμβάνουν ό,τι απαγορεύεται στο υπόλοιπο 95% Κουβανών. Και αυτοί διακηρύττουν πόσο υπέροχη είναι η επανάσταση και πόσο ευτυχισμένοι είναι οι Κουβανοί, μπλα, μπλα μπλα...Και ψεύδονται για όλα, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας της Κούβας πριν την επανάσταση, την οποία τους αρέσεις να σκιαγραφούν ως μια περίοδο φτώχειας και πλήρους υποταγής στις Ηνωμένες Πολιτείες, μπλα, μπλα, μπλα...Και ψεύδονται για το ρατσισμό στην Κούβα και ποτέ δεν λένε ότι ούτε ένας στρατηγός στο στρατό της Κούβας δεν είναι μαύρος και λένε ότι δεν υπάρχει ρατσισμός, μπλα, μπλα, μπλα. Και ο κόσμος τους πιστεύει. Και ο κόσμος λατρεύει τον Τσε Γκεβάρα, έναν κατά συρροή δολοφόνο που διηύθυνε τις εκτελέσεις χιλιάδων Κουβανών. Αλλά η μέρα θα έρθει και οι φονιάδες θα πεθάνουν και θα εξαφανιστούν. Και ίσως τότε ο κόσμος να ξυπνήσει σε μια φρέσκια ιστορία».



Ποιο ήταν το αρχικό σας κίνητρο να γράψετε αυτό το βιβλίο; Πόσο επώδυνη ήταν η διαδικασία για σας;

Δεν σχεδίασα να το γράψω, απλώς συνέβη. Είχα οδηγηθεί στα όρια της τρέλας μ’ αυτή την ιστορία του Elian Gonzalez. Ήταν το αγόρι από την Κούβα που διασώθηκε στην ακτή της Φλόριδα, μετά τον πνιγμό της μητέρας του, καθώς προσπαθούσε να καταφύγει στις ΗΠΑ. Ο Φιντέλ Κάστρο ισχυρίστηκε ότι τo αγόρι έπρεπε να είναι μαζί με τον πατέρα του, γιατί αυτό ήταν το σωστό. Αλλά ήξερα ότι ήταν αλλιώς τα πράγματα. Ήξερα ότι η κουβανέζικη κυβέρνηση ήταν απόλυτα υποκριτική. Ήταν η ίδια κυβέρνηση η οποία εμπόδισε εμένα να δω τον πατέρα μου ξανά, η ίδια που είχε χωρίσει χιλιάδες παιδιά από τις κουβανέζικες οικογένειές τους και εσκεμμένα τα κρατούσε μακριά. Η ιστορία του Elian με έφερε σε αυτό το οριακό σημείο: ήταν η τελική επιβεβαίωση για μένα ότι οι ΗΠΑ και ο κόσμος γενικότερα δεν είχαν ιδέα για το τι είχε συμβεί στην Κούβα το 1952. Έγραψα σε πολλές μεγάλες αμερικάνικες εφημερίδες και περιοδικά και τους ζητούσα να δημοσιεύσουν θέματα για την επιχείρηση Πέδρο Παν, αλλά όλοι αγνόησαν τα γράμματά μου. Το χειρότερο όλων ήταν ότι τα μέσα ενημέρωσης έλεγαν να σταλεί το παιδί πίσω στον πατέρα του, καθώς η Κούβα ήταν ένα πολύ κανονικό μέρος, από το να μείνει το αγόρι στις ΗΠΑ. Είχα βαρεθεί να συναντώ ανθρώπους που νόμιζαν ότι η Επανάσταση ήταν ένα υπέροχο πράγμα και δεν μπορούσα να το αντέξω άλλο αυτό. Έτσι, αποφάσισα να εκθέσω το Μεγάλο Ψέμα μέσα από μια διήγηση: την ιστορία ενός αγοριού που χωρίστηκε από την οικογένειά του. Με αυτόν τον τρόπο είπα την ιστορία μου. Ήταν αρκετά επώδυνο, αλλά ταυτόχρονα και πολύ ευχάριστο να πω την ιστορία. Χωρίς αμφιβολία, ήταν η πιο διασκεδαστική και απολαυστική εμπειρία που είχα ποτέ. Είναι ένα ξεχωριστό δώρο να αναβιώνεις τον πόνο, γιατί όταν ο πόνος ανήκει στο παρελθόν, δεν σε πληγώνει τόσο. Και η απόσταση του χρόνου σου επιτρέπει να συνειδητοποιήσεις πώς ο πόνος σε έχει διαπλάσει, σε έχει κάνει αυτό που είσαι, και ίσως πώς σε έχει κάνει έναν καλύτερο άνθρωπο απ’ αυτό που θα μπορούσες να γίνεις χωρίς αυτόν.

Είμαι ένας νέος άνθρωπος και είχα μία πολύ διαφορετική εντύπωση για την Κούβα, αυτή του τουριστικού παραδείσου. Γνώριζα για το Φιντέλ, τον Τσε και την Επανάσταση, αλλά δεν είχα ιδέα για τα προβλήματα των απλών πολιτών της χώρας. Πείτε μας μερικά πράγματα για όλα αυτά.

Δεν μπορώ να σας πω μόνο λίγα, γιατί υπάρχουν τόσα πολλά που δεν πάνε καλά στην Κούβα: πρέπει να γράψω και πολλά άλλα βιβλία. Η Κούβα είναι μια επί γης κόλαση γι’ αυτούς που ζουν εκεί. Οι φυλακές είναι γεμάτες από πολιτικούς κρατούμενους. Το καθεστώς της έχει δολοφονήσει δεκάδες χιλιάδων διαφωνούντες, τους φυλάκισε, τους βασάνισε. Τα βασανιστήρια είναι ακόμη ρουτίνα και ο Φιντέλ δεν επιτρέπει στη Διεθνή Αμνηστία να ελέγξει τις φυλακές. Είναι ένα πολύ χειρότερο μέρος σε επίπεδο καταστολής ακόμη και από τη Χιλή του Πινοσέτ (ή την Ελλάδα της μεταπολεμικής δικτατορίας), αλλά κανείς στην Ευρώπη δεν θέλει να το πιστέψει, εκτός από τον Vaclav Havel και μερικούς ακόμη σοφούς ανθρώπους που κάποτε υπέφεραν το ίδιο είδος καταστολής κάτω από το καθεστώς της παλιάς σοβιετικής εξουσίας. Αλλά η ιστορική καταγραφή υπάρχει για τον καθένα που ενδιαφέρεται να ψάξει. Η Κούβα είναι μια διεφθαρμένη, διόλου ανεκτική, κατασταλτική κοινωνία που τώρα δοκιμάζει το απαρτχάιντ, όπως ακριβώς στην παλιά Νότια Αφρική. Οι Κουβανοί δεν επιτρέπεται να διασκεδάζουν στα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια ή τις ακτές που επισκέπτονται οι τουρίστες. Υπάρχει μια Κούβα για τους Κουβανούς και μια άλλη για τους τουρίστες. Οι Κουβανοί αργά λιμοκτονούν μέχρι θανάτου και κάνουν εκτρώσεις σε περισσότερα από τα μισά μωρά τους, όταν την ίδια στιγμή οι τουρίστες τρώνε, πίνουν, χορεύουν και κάνουν σεξ. Οι Κουβανοί δεν έχουν ελευθερία λόγου ή σκέψης ή θρησκείας. Είναι ένα αστυνομοκρατούμενο καθεστώς, όπως το Γ΄ Ράιχ του Χίτλερ ή η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν. Μόνο αυτοί που αποτελούν μέρος αυτού του κατασταλτικού συστήματος ζουν καλά και είναι αυτοί που ελέγχουν τα πάντα. Ξεχάστε όλα τα ψέματα: η ιατρική φροντίδα είναι άθλια, τα σχολεία είναι άνευ αξίας μηχανές κατήχησης. Οι Κουβανοί έχουν άπλετη πρόσβαση σε κατώτερη ιατρική φροντίδα και σε κατώτερη εκπαίδευση. Αυτό δεν κάνει τη χώρα παράδεισο. Αυτοί που πιστεύουν ότι η Κούβα είναι καλύτερη υπό την ηγεσία του Φιντέλ δεν διαφέρουν από τους φανατικούς που πίστευαν ότι η Ιταλία ήταν καλύτερη επί του Μουσολίνι ή η Ισπανία καλύτερη επί του Φράνκο. Εκείνοι στην Ευρώπη που υποστηρίζουν την Επανάσταση στην Κούβα -αυτή είναι η δικτατορία του Φιντέλ Κάστρο- μάλλον δεν γνωρίζουν ότι είναι ρατσιστές, αλλά στην πραγματικότητα είναι. Όποιος νομίζει ότι οι Κουβανοί είναι ευτυχισμένοι με τα ψίχουλα που τους ρίχνει ο Φιντέλ και οι κακούργοι του, πρέπει να έχουν σε χαμηλή εκτίμηση τους Κουβανούς. Ορισμένοι από αυτούς τους κρυφά ρατσιστές συχνά συζητούν για τη μη τήρηση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» είτε στην Κούβα είτε οπουδήποτε αλλού στον τρίτο κόσμο. Έχω γράψει ένα σχετικό δοκίμιο πάνω σε αυτό το θέμα με τον τίτλο: «Από το Τσα-Τσα στον Τσε-Τσε» (Σημ.: το κείμενο αυτό μπορεί κανείς να το αναζητήσει στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://stavroulascalidi.blogspot.com/. Δημοσιεύτηκε στις 6/6/2006)

Εσείς και 14.000 ακόμα παιδιά ζήσατε μια τραγωδία, φεύγοντας από τη χώρα σας ολομόναχα. Κάτι που δεν είναι ευρέως γνωστό. Περιγράψτε μας την κατάσταση.

14.000 παιδιά από μας από την Κούβα αναγκάστηκαν να φύγουν μεταξύ του 1960 και του 1962. Εμείς ήμασταν από τους τυχερούς. Αυτοί που έμειναν πίσω, ήταν τα αληθινά θύματα, καθώς είχαν να υποφέρουν τη χειρότερη δικτατορία σε ολόκληρη την ιστορία της Λατινικής Αμερικής. Εμείς οι 14.000 ήμασταν απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Υπολογίζεται ότι ακόμη 100.000 παιδιά είχαν παραταχθεί να αφήσουν την Κούβα στο πλαίσιο της επιχείρησης Πέδρο Παν, αλλά δεν κατόρθωσαν να το κάνουν όταν ο Κάστρο απέτρεψε κάθε μετανάστευση μετά την κρίση των πυραύλων τον Οκτώβριο του 1962. Φανταστείτε τι σας λένε αυτά τα στατιστικά στοιχεία: σε ένα νησί που έχει πληθυσμό 6 εκατομμυρίων, υπήρχαν τόσοι πολλοί γονείς που προτιμούσαν να στείλουν τα παιδιά τους μακριά από το να τα κρατήσουν μαζί τους. Μόνο το χειρότερο είδος απελπισίας μπορεί να οδηγήσει τους γονιούς σε κάτι τέτοιο. Οι γονείς μας φοβούνταν για τη ζωή μας και την ευημερία μας. Είδαν αυτό που γίνονταν πολύ καθαρά: το κράτος είχε τη νόμιμη ιδιοκτησία όλων των παιδιών της Κούβας και ήδη είχε αρχίσει να τα βάζει στη χειρότερη μορφή προγραμμάτων κατήχησης και να θέτει σε ισχύ καμπάνιες καταναγκαστικής εργασίας. Ακόμη τα παιδιά στην Κούβα για μερικές εβδομάδες κάθε χρόνο έχουν να προσφέρουν καταναγκαστική εργασία στην επαρχία. Φυσικά, αυτό ονομάζεται «εθελοντική εργασία». Αλλά αν δεν είσαι «εθελοντής», θα πρέπει να ξεχάσεις τα σχολείο μετά τα 16 σου χρόνια. Αν δεν συμμετέχεις στους «Πρωτοπόρους» (μια παιδική παραστρατιωτική οργάνωση στο μοντέλο της Χιτλερικής Νεολαίας), η οικογένειά σου θα πληρώσει με όλα τα είδη τιμωρίας και βασανισμού. Έτσι ήταν το 1960 και έτσι είναι ακόμη και σήμερα. Αν τα παιδιά σου δεν είναι politically correct, υφίστανται διακρίσεις και το ίδιο και εσύ. Και το μέλλον όλων των παιδιών στην Κούβα καθορίζεται μόνο στη βάση του τι ορίζει το καθεστώς ως «πολιτική ορθότητα», κάτι που ποτέ δεν αφήνει τη φωνή της διαμαρτυρίας να υψωθεί ενάντια στο καταπιεστικό καθεστώς.
Μια λανθασμένη εκτίμηση που έχουν πολλοί άνθρωποι σχετικά με την επιχείρηση (Πέδρο Παν), είναι ότι αφορούσε μόνο πλούσια παιδιά. Αυτό είναι εντελώς λάθος. Μόνο λίγοι ήταν πλούσιοι. Οι περισσότεροι από μας ανήκαν στη μεσαία τάξη και στη χαμηλότερη μεσαία τάξη. Κάποιοι ήταν φτωχοί. Οι γονείς μας ήταν αρκετά απελπισμένοι ώστε να κάνουν τη θυσία για κάτι τόσο αφηρημένο όπως η «ελευθερία». Μας έβαλαν σε αεροπλάνα, χωρίς να γνωρίζουν τι θα απογινόμαστε όταν θα προσγειωνόμαστε στις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς να ξέρουν αν θα μας έβλεπαν πάλι ποτέ. Κανείς από την κυβέρνηση της Κούβας δεν μπορούσε να υποθέσει πώς εμείς τα παιδιά είχαμε αποκτήσει τις παραιτήσεις βίζας και δεν ενδιαφέρονταν να δει να φεύγουμε ή να τις οικογένειές μας να χωρίζονται. Στην Κούβα, το πρόγραμμα ήταν «υπόγειο» και δρομολογήθηκε από πολύ λίγους ανθρώπους. Τελικά, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν για πάνω από είκοσι χρόνια. Ευτυχώς, το πρόγραμμα πήγε καλά στην αμερικανική κατάληξη. Και παρά τις κακουχίες που περάσαμε, η συντριπτική πλειονότητα από μας είναι ακόμη ευγνώμων για την ευκαιρία να αποδράσουμε από το βάναυσο καθεστώς. Ξέρω ότι αν είχα παραμείνει πίσω, θα ήμουν είτε στη φυλακή είτε νεκρός.

Διαβάζοντας το βιβλίο σας, με κάνατε να αναλογιστώ για τα όρια της πατρικής αγάπης, για όλο αυτό το θυμό που βιώσατε, ακόμη και για το Αμερικάνικο Όνειρο που αναγκαστήκατε να ζήσετε. Τι περιμένατε απ’ αυτό το ταξίδι του βιβλίου σας ανά τον κόσμο; Οι πρώτες σας προσδοκίες επετεύχθησαν;

Σε πρώτο επίπεδο, έγραψα το βιβλίο για αυτούς που δεν είναι από την Κούβα, ελπίζοντας να δοθεί προσοχή σε όλες αυτές τις αδικίες της δικτατορίας του Κάστρο. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, έγραψα το βιβλίο για τον καθένα στη γη, Κουβανούς και μη, σε ένα παγκόσμιο επίπεδο, ως μελέτη για τον άνθρωπο. Ήξερα ενστικτωδώς ότι τίποτα δεν συνδέει τόσο στενά κάθε ανθρώπινη ύπαρξη στον πλανήτη όσο η παιδική ηλικία. Τα παιδιά είναι παιδιά...δεν έχει σημασία ποια είναι η κουλτούρα τους ή το status ή η κοινωνική τάξη ή η φυλή. Η παιδική ηλικία διαθέτει μια βέβαιη ομοιότητα σε κάθε περιοχή του κόσμου. Τα παιδιά είναι τόσο γεμάτα από ζωή, τόσο αποφασισμένα να τη ρουφήξουν στο έπακρο, τόσο αβλαβή. Τα παιδιά λαχταρούν την ελευθερία: αυτό είναι μια παγκόσμια ανθρώπινη επιθυμία. Πίστεψα ότι συνδυάζοντας το ειδικό (Κούβα) με το παγκόσμιο (παιδική ηλικία), η ιστορία θα αφορούσε τους αναγνώστες σε πολλά διαφορετικά επίπεδα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα πολύ αισιόδοξο βιβλίο σχετικά με την ανθρώπινη δυνατότητα, αλλά επίσης αποτελεί και μια προειδοποίηση για το πόσο εύκολο είναι για όλους μας να γλιστρήσουμε στην βαναυσότητα από ιδιοτέλεια ή από ιδεολογικούς λόγους. Φυσικά, είμαι πολύ ευχαριστημένος να βλέπω το βιβλίο να κάνει τη διαδρομή του στον κόσμο και ειδικότερα είμαι συγκινημένος να το βλέπω στα Ελληνικά. Γνωρίζω πολλά για τις φιλοσοφικές και θεολογικές ελληνικές περιόδους. Διασκεδάζω και ενοχλούμαι μαζί με το γεγονός ότι δεν υπάρχει ακόμη η μετάφραση στα Ισπανικά. Εκδότες στην Ισπανία και τη Λατινική Αμερική έχουν απορρίψει το βιβλίο. Χαίρομαι που μεταφράζεται ήδη στα Γαλλικά και στα Ιταλικά. Δεν διασκεδάζω καθόλου που ο βρετανός εκδότης ήθελε να κόψει σε κομμάτια το κείμενο και μου παρήγγειλε να αφαιρέσω κάθε μία αναφορά στη θρησκεία και την πολιτική, καθώς όπως αλαζονικά το έθεσε, «εμείς οι Βρετανοί θέλουμε να σκεφτόμαστε μόνοι μας». Δηλαδή τι εννοούσε ακριβώς ότι ένας Κουβανός δεν μπορεί να σκεφτεί μόνος του; Μόνο οι Βρετανοί ξέρουν πώς να σκέφτονται; Αρνήθηκα να αλλάξω έστω και μία λέξη και η εκδίκησή του ήταν ένα άθλιο εξώφυλλο με το ημίγυμνο μαύρο αγόρι με τα εσώρουχα να κάθεται σε ένα άδειο στάδιο. Δυστυχώς, και η ελληνική έκδοση έχει το ίδιο εξώφυλλο. Αυτή είναι μια ύβρης για κάθε ένα Κουβανό, μια εικόνα της ακαταστασίας και της υποτίμησης των περισσότερο «αναπτυγμένων» χωρών, λανθασμένη για την πραγματική αίσθηση όλων των πραγμάτων που αφορούν την Κούβα.


Τι μπορεί να πιστεύει ένας άνθρωπος με τα βιώματά σας για την πολιτική;

Η πολιτική μου φιλοσοφία δεν χωράει σε κανένα πακέτο. Το πρωταρχικό μου παράπονο για την πολιτική σκέψη στις μέρες μας είναι ότι υπάρχουν ακόμη τόσες πολλές χώρες όπως η Κούβα, όπου η καταπίεση είναι ο κανόνας, και στον «ελεύθερο» κόσμο ακόμα, σε χώρες όπου επιτρέπεται η ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών, υπάρχει τόσο λίγη αληθινή σκέψη. Η πολιτική στον ελεύθερο κόσμο τείνει να γίνει προ-συσκευασμένη: κόμματα και κυβερνήσεις περιμένουν οι πολίτες να σκέφτονται σε μπλοκ, είτε φιλελεύθεροι είτε συντηρητικοί είτε σοσιαλιστές είτε, είτε... Και δεν μπορείς να αναμείξεις τις φόρμουλες. Το ίδιο συμβαίνει και με την κυριαρχούσα κουλτούρα στις περισσότερες ελεύθερες χώρες: ισχύει ένας θλιβερός προ-συσκευασμένος πραγματισμός που δίνει πολύ λίγες ελπίδες υπέρβασης. Γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε. Στο ενδιάμεσο, τρώμε, κοιμόμαστε και κάνουμε έρωτα και φέρνουμε στον κόσμο κι άλλους ανθρώπους που τρώνε, κοιμούνται και κάνουν έρωτα, κλπ.... Με ποια κατάληξη; Υπάρχει τόση λίγη πνευματική αναζήτηση στον ελεύθερο κόσμο και τόσο λίγος σεβασμός για τις πνευματικές αξίες ή τις πεποιθήσεις, τουλάχιστον στην κυριαρχούσα κουλτούρα. Είμαι κατά της βίας σε κάθε μορφή της: πόλεμος, βασανισμός, τιμωρία, σκλαβιά κάθε είδους, καταστολή. Πιστεύω ότι ο καθένας στον κόσμο θα γινόταν λίγο περισσότερο ευτυχισμένος, αν όλοι μπορούσαμε να είμαστε λιγότερο ιδιοτελείς.