Η λυσσώδης παραφορά της αυτάρκειας

(Ο reader μου θύμισε ένα κείμενο που είχα γράψει παλιότερα για το σχεδόν συνομήλικό μου Αύγουστο Κορτώ)


Την επόμενη φορά που θα αντικρίσετε τη γραφική φιγούρα ενός πλανόδιου μουσικού κάπου στο δρόμο σας, μην την προσπεράσετε τόσο βιαστικά. Ρίξτε μια δεύτερη και μια τρίτη ματιά. Κοντοσταθείτε και μια ολόκληρη ιστορία, από ένα θρίλερ εξάπλωσης μιας θανατηφόρας επιδημίας μέχρι ένα υπαρξιακό δράμα, μπορεί να κρύβεται πίσω από τις μελωδίες και τα στιχάκια που σιγομουρμουρίζει ή βροντοφωνάζει ο μουσικός τύπος που συναντήσατε. Τουλάχιστον, τέτοιες ιδέες διασπείρει στη σκέψη του αναγνώστη, με το καινούριο του βιβλίο ο Αύγουστος Κορτώ. Πρόκειται για τη νουβέλα «Η ΛΥΣΣΑ» από τη σειρά «ΒΛΕΜΜΑΤΑ» των εκδόσεων ΜΙΝΩΑΣ.
Ο ευρηματικός συγγραφέας αυτή τη φορά, όπως ο ίδιος ομολογεί, καταφεύγει στη θεματολογική κλοπή του μυθιστορήματος του Αλμπέρ Καμύ, «Η Πανούκλα» και φτιάχνει μια ιστορία από κείνες τις σύντομες αλλά περιεκτικές, που στριφογυρίζουν για καιρό στο μυαλό του αναγνώστη και τον κάνουν να φέρνει συχνά στα χείλη του το ψευδώνυμο του συγγραφέα. Αυτή τη φορά ο Αύγουστος Κορτώ επιλέγει ένα θέμα μακάβριο, πιο σκοτεινό από τις προηγούμενες νουβέλες του, το οποίο και αναγκάζει τον άνθρωπο που το διαβάζει να ψάξει για μια δεύτερη ανάγνωση πίσω από τις γραμμές του. Αν και ο συγγραφέας αρκείται στο ξεδίπλωμα μιας αυστηρής αφήγησης, δηλαδή χωρίς φλυαρίες, άσκοπους επιθετικούς προσδιορισμούς και λυρικά μέρη, κατορθώνει να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα υποβλητική της σήψης και του θανάτου που αν δεν υπήρξε πραγματικά στο Μαυρόδασο της Πίνδου (το μυθιστορηματικό χώρο που αναφέρει ο ίδιος) μπορεί να ταιριάξει γάντι σε οποιαδήποτε κλειστή κοινωνική ομάδα -ή μονάδα- που ζει στις παρυφές ή τους γκρεμούς της αυτάρκειάς της και κινδυνεύει τελικά από τα ίδια τα υλικά που τη συνθέτουν.
Με τα απολύτως απαραίτητα συστατικά για μια γρήγορη πλοκή, ο συγγραφέας αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη σε μια αγωνιώδη παρακολούθηση της ασθένειας που περιλαμβάνει τα στάδια-κεφάλαια του βιβλίου: τη μόλυνση, την επώαση και την ερήμωση. Όπως κάθε «επιδημικό» επεισόδιο που θα μπορούσε να ξεσπάσει σε οποιαδήποτε έκφανση της κοινωνικής πραγματικότητας, διαθέτει το φορέα του Κακού, τον ίδιο του το σωτήρα-καταστροφέα και βέβαια το κύτταρο εκείνο που θα κρατήσει ζωντανό το Κακό και ανά πάσα ώρα και στιγμή –ποιος ξέρει;- μπορεί να το μεταδώσει.
Γραμμένη η ιστορία με μια λιτότητα που επιτείνει την τραγικότητά της, κάνει τον αναγνώστη να περιμένει τη λύτρωση σχεδόν με απόγνωση, κάτι που ο συγγραφέας φροντίζει μέχρι τέλους να μην μειώσει, ακόμη κι όταν έχει πει την ύστατη φράση του. Τα «άνθη του Κακού» μπορεί να καίγονται στην πυρά, αλλά ο «σπόρος» τους ταξιδεύει. Αυτό είναι που αφήνει την αίσθηση ότι το βιβλίο μπορεί να συνεχιστεί κάπου εκεί έξω, ερήμην του συγγραφέα και των αναγνωστών του, χάρη στη δύναμη της φαντασίας που ας μην ξεχνάμε ότι η πραγματικότητα την υπερβαίνει πάντα.
«…Πάντοτε φανταζόμουν το θάνατό μου σαν μια μεγάλη, συνεχόμενη πνοή, σαν μια εξαντλητική πρόταση στο τέλος ενός κουραστικού βιβλίου, όμως όταν ήρθε δεν έμοιαζε καθόλου μ’ αυτό, αλλά με μια σειρά κοφτές προτάσεις, μικρές και σύντομες, με βιαστικές αναλαμπές μες στις οποίες προλάβαινα ξαφνικά να αισθανθώ την αλλόκοτη ευτυχία που με περιτύλιγε, κι ύστερα πάλι με κατάπινε για λίγο το σκοτάδι…», έλεγε ο Αύγουστος Κορτώ στο «Γλύπτη του Δρόμου». Μια εικόνα που λες και απλώς τη μεγέθυνε ο ίδιος, προκειμένου να μιλήσει για τη «λύσσα» αυτή τη φορά. Και σε άλλα βιβλία του συγγραφέα διακρίνουμε βαθμίδες απόκρυψης των κειμένων του, μόνο στις προηγούμενες περιπτώσεις αυτό το επιτύγχανε με το χιούμορ, την υφέρπουσα ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό των ηρώων του. Στη «Λύσσα» φαίνεται να υιοθετεί ένα πιο «σοβαροφανές» ύφος, χωρίς να εμποδίζει ψήγματα της αιχμηρότητάς του να κάνουν «χιτσκοκικές» εμφανίσεις στο βιβλίο. Ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο έργο του είναι και η μητρική μορφή σε συνδυασμό με την απώλεια και το θάνατο, κάτι που ως ιδέα είχε αναπτύξει εκτενέστερα στο προηγούμενό του έργο «Ο γιος της Τζοκόντας», χρησιμοποιώντας ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο εύρημα.
Η σχέση του Δημήτρη με τη μητέρα του, στη «Λύσσα» διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο επίσης, με την απουσία εκείνης να εμφανίζεται σε πρώτο πλάνο και την παρουσία των εμμονών της (η αγάπη για τις γάτες) να αποβαίνει μοιραία για τον οικισμό που είχε ταμπουρωθεί στην αυτάρκειά του και ήθελε μόνο να αφομοιώνει τις ξένες μάζες αδιάκριτα, χωρίς να κάνει ένα βήμα μπροστά, χρησιμοποιώντας τις ίδιες τις επιδράσεις τους. Ένα αδιάφορο χωνευτήρι ήταν το Μαυρόδασο που ζητούσε μόνο τον καθρεφτισμό και την αναπαραγωγή του. Ευτυχώς, που υπάρχουν όμως και οι «τρελοί» του χωριού για να δώσουν τη λύση με τις φωτεινές αναλαμπές της ψυχής τους που αν και άρρωστη –για τους πολλούς- αποδεικνύεται η πιο υγιής, ικανή να σηκώσει στους ώμους της το βάρος της τιμωρίας και της λύτρωσης. Η δύναμη της καρδιάς, της αγάπης, αποδεικνύεται η πιο ισχυρή από όλα και αναζωπυρώνει την ελπίδα, βγάζει από το λήθαργο την ίδια τη ζωή και την τροφοδοτεί για να νικήσει το θάνατο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα τον φέρει πάντα μέσα της: «…και τότε η Πετρούλα έσκισε με όση δύναμη είχε το νυχτικό της κι έσπρωξε το κεφάλι του στο στήθος της, πάνω στη ρώγα που ξεχείλιζε γάλα, γάλα για το νεκρό μωρό. Κι ο Δημήτρης, που άλλο τίποτα δεν θα μπορούσε να πιει εκείνη την στιγμή χωρίς να ξεψυχήσει, άρχισε να ρουφά με απληστία το γάλα, ένα μεγάλο άρρωστο μωρό, και το γάλα τον έκαιγε, ήταν γλυκό και τον έκαιγε, κι όταν λαχανιασμένος άνοιξε το στόμα και κοίταξε, τα ποδαράκια του μωρού είχαν σταματήσει να κουνιούνται, κι η Πετρούλα χαμογελούσε. Για πάντα. …»