Αστυνομική λογοτεχνία

Την ερχόμενη Τρίτη και Τετάρτη, οι εκδόσεις Καστανιώτη ανοίγουν έναν κύκλο εκδηλώσεν με θέμα "Νουάρ και Κοινωνία". Επ' ευκαιρία αποφάσισα να δημοσιεύσω κριτικές μου που αφορούν σχετικά βιβλία και έχουν δημοσιευτεί παλιότερα στη Φιλολογική Βραδυνή. Κάνω την αρχή με ένα νέο συγγραφέα από τη Γερμανία.


Το αστυνομικό δαιμόνιο της μοίρας


Αν γύρω και κάτω από το κρεβάτι σας ξεπροβάλλουν τα εξώφυλλα αστυνομικών μυθιστορημάτων που συνηθίζετε να διαβάζετε για να σας πάρει ο ύπνος, ξεχάστε το. Αυτό το βιβλίο δεν είναι για σας. Το «Κισμέτ» του Γιάκομπ Αρζούνι που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Στέφανου Τζαννετάτου, σας χρειάζεται ξύπνιους, σε πλήρη ετοιμότητα και νηφαλιότητα να ανταποκριθείτε στις απαιτήσεις που έχει ο συγγραφέας από τον άγνωστο αναγνώστη του.
Πρώτα απ’ όλα έχετε να κρατήσετε τη σκέψη σας σε εγρήγορση, όχι για να βρείτε το δολοφόνο, να ανακαλύψετε το αντικείμενο του εγκλήματος ή το όπλο τέλεσής του. Κατηγορηματικά όχι. Ο γερμανός δημιουργός φροντίζει να σας τα εξιστορήσει με εξαντλητικές λεπτομέρειες και νωρίς όλα αυτά. Αυτό που ψάχνετε μαζί με τον ντετέκτιβ Καγιανκάγια είναι τα θύματα. Γίνεστε αυτόπτες μάρτυρες ενός θρίλερ που εξελίσσεται στη Φρανκφούρτη και αυτό που είναι άγνωστο είναι η ταυτότητα των θυμάτων. Καθοριστικό ζητούμενο για την πλοκή του μυθιστορήματος, όπως θα αποδειχθεί στο τέλος.
Ο δολοφόνος γίνεται το πιο οικείο πρόσωπο προς τον αναγνώστη -που δεν φαίνεται να έχει και πολλά περιθώρια παρά να ταυτιστεί μαζί του- και ένας συμπαθής του γνωστός του άγνωστος. Ο δολοφόνος είναι ο «καλός» στην υπόθεση κατά κάποιον τρόπο, ενώ στο τέλος αναρωτιέται κανείς για το κατά πόσο υπάρχουν «κακοί» και «καλοί» σε μια ιστορία. Αυτή ακριβώς η σχετικότητα είναι που δομεί το δράμα αργά και σταθερά, υπόγεια και γι’ αυτό πολύ δυνατά. Ο Γιάκομπ Αρζούνι, βέβαια, επιλέγει να φυλάξει για το τέλος με μια ιδιόμορφη κορύφωση, τόσο το δράμα όσο και την ανάλογη κάθαρση, επισφραγίζοντας ακριβώς τον τίτλο του βιβλίου του «Κισμέτ».
Το σκηνικό που διαδραματίζεται η ιστορία είναι ένα αυστηρά βιομηχανικό τοπίο της εξαθλίωσης, της παραοικονομίας, της παρανομίας και των μαφιόζικων συμμοριών, στο οποίο οι ήρωές του είναι υποχρεωμένοι να λειτουργούν και αναλόγως. Η περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα είναι αυτή που συνήθως καθηλώνει, περισσότερο και από την εξέλιξη της ίδιας της ιστορίας, ενώ έγκειται στην πρωτοτυπία των λεπτομερειών που κάνει ορατές στον αναγνώστη του. Εκπλήσσει πολύ συχνά με την οπτική του ακόμη και για το πιο ασήμαντο πράγμα, γι’ αυτό και νιώθει κανείς ότι ο συγγραφέας φέρνει φρέσκο αίμα στη λογοτεχνική δημιουργία. Ξαφνιάζει, επίσης, με τον τρόπο που χειρίζεται τις εσωτερικές σκέψεις και τα σχόλιά του -ιδίως εκείνα που αφορούν την κοινωνική πραγματικότητα στη σύγχρονη Ευρώπη-, καθώς συνιστούν ένα υποδόριο πλέγμα πάνω στο οποίο εξυφαίνεται με μαεστρία η πλοκή.
Ο πρωταγωνιστής, ο ντετέκτιβ Καγιανκάγια, δεν μοιάζει με τους άλλους διάσημους συναδέλφους του. Ούτε υποδειγματικά ευφυής είναι ούτε εστέτ ούτε τζέντλεμαν ούτε άξεστος. Είναι απροσδιόριστα μέτριος με ένα εξέχον χαρακτηριστικό: να βρίσκεται τη λάθος στιγμή σε λάθος σημείο. Έτσι αναγκάζεται να εμπιστευτεί μόνο το ένστικτό του και άρα με μαθηματική ακρίβεια να υποκύψει να βρεθεί στους αχαρτογράφητους δρόμους του Κισμέτ. Τα νήματα της μοίρας του κινούνται στην κεντρική Ευρώπης της μετανάστευσης, των φυλετικών διακρίσεων, του οικονομικού εγκλήματος και της αστικής παραβατικότητας, των προσφυγικών γκέτο και του ρατσισμού, υφέρποντος ή που εκδηλώνεται τραγικά. Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, η αλβανική μαφία, η εγκληματικότητα στη Γερμανία δεν γίνονται αφορμή βαρύγδουπων διαπιστώσεων ή κηρυγμάτων γύρω από τα μεγάλα προβλήματα που μαστίζουν την ευρωπαϊκή κοινωνία. Παρουσιάζονται ωμά, ως έχουν, μια σφύζουσα πραγματικότητα καθημερινή που μπορεί να δυσαρεστεί η ύπαρξή της, αλλά συνεχίζει να υφίσταται.
Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο στη γραφή του Γιάκομπ Αρζούνι είναι η γεύση που αφήνει στον αναγνώστη στο τέλος. Αντιλαμβάνεται κανείς την αδιόρατη προσωπική ευαισθησία που αφήνει να αιωρείται στην ατμόσφαιρα ο γερμανός συγγραφέας, σε όλο της το εύρος μόνο όταν η αφήγηση τερματίζεται. Στην αγωνία να παρακολουθήσει ο αναγνώστης τους ρυθμούς του δημιουργού μπορεί να νιώθει καθ’ όλη τη διάρκεια του διαβάσματος του βιβλίου ότι κάτι χάνει, κάτι δεν μπορεί να εντοπίσει που είναι σημαντικό. Αυτό είναι η απαλότητα με την οποία διηγείται ο Αρζούνι τα πιο σκληρά πράγματα και η αποστασιοποίησή του, όταν αναφέρεται σε γλυκά και συναισθηματικά ζητήματα. Έτσι κατορθώνει να βγει αλώβητος από μελοδραματισμούς και υπερβολές και να βρει μια χρυσή τομή για να παρουσιάσει την ουσία των πραγμάτων, γιατί σ’ αυτή θέλει να σταθεί. Κι αυτή είναι η πραγματικότητα, έστω ιδωμένη μέσα από το προσωπικό πρίσμα. Το χιούμορ, η ειρωνεία και ο σαρκασμός είναι τα κύρια μέσα του για να δώσει στην αφήγησή του αυτή την ανάλαφρη χροιά που τη διακρίνει, ενώ η ελπίδα που αχνοφέγγει είναι το μεγάλο του όπλο για να κερδίσει τον αναγνώστη.
«...Βλεπόμαστε πια πολύ σπάνια, και πάντοτε με παρέα. Μια μονάχα φορά είχαμε κάνει ένα περίπατο οι δυο μας, είχαμε μιλήσει ελάχιστα κι αποχωριστήκαμε έπειτα με μεγάλη ανακούφιση. Οι λίγες μέρες που είχαμε περάσει μαζί, η ελπίδα, κάποτε κι η πλάκα -όλα ανήκαν σε μια περασμένη ανεπιστρεπτί φάση της ζωής μας και τώρα πια μας ήταν βάρος. Αραιά και πού, όταν πήγαινα για φαγητό ή για να πάρω τον Σλιμπούλσκι, συνέβαινε να συναντηθούν τα βλέμματά μας λίγο περισσότερο από το απαραίτητο και τότε όλα ξαναζωντάνευαν...»