Η σύγχυση, η αμηχανία και η ανία της γενιάς των 20 και κάτι

(Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή στις 24/9/2005. Ελπίζω να δώσει τροφή για σχόλια εν γένει για το πώς πορεύονται οι των 20 και κάτι)




«Αν η ψυχή είναι απορροφημένη στην αίσθηση της κακής ντροπής και την υπέρβασή της, δεν μπορεί να βρει ευχαρίστηση. Η ευχαρίστηση είναι μία πολυτέλεια για να μπορεί να την αισθάνεται, πρέπει η σιγουριά, που είναι αναγκαία, να μη διατρέχει κανέναν κίνδυνο.»
Περί έρωτος, Σταντάλ

Θα ήθελα να βρίσκονταν από μια μεριά ο Φλομπέρ και ο Σταντάλ και να διάβαζαν το βιβλίο του Άνταμ Θίρλγουελ, «ΠΟΛΙΤΙΚΗ- Ένα ερωτικό μυθιστόρημα», που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από της Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Ίκαρου Μπαμπασάκη. Οι δύο γάλλοι μυθιστοριογράφοι που είχαν λύσει, ως φαίνεται, το προσωπικό σεξουαλικό τους ζήτημα, ανεμπόδιστα μπορούσαν να ψάξουν τα συναισθήματα στη «Συναισθηματική αγωγή» ο πρώτος, στο «Περί έρωτος» ο δεύτερος, σε αντιδιαστολή με τον ομότεχνό τους, νεαρό Άνταμ Θίρλγουελ, ο οποίος δημιούργησε ένα μυθιστόρημα που από το εξώφυλλό του διακηρύττει τον ερωτικό χαρακτήρα του θέματός του και «παίζει» με τον όρο πολιτική, αφήνοντας τον αναγνώστη να υποθέσει ότι έχει να κάνει με ενός είδους αναγωγή ή σύγκριση του σεξ με την πολιτική ζωή. Δεν ισχύει, ωστόσο, τίποτα από τα δύο. Αυτή θα ήταν μια ωραία ιδέα, αλλά δεν αξιοποιήθηκε, δεν ευοδώθηκε. Δεν ξέρω αν ο συγγραφέας της «ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ» απόλαυσε τη δημιουργία του, πάντως ο αναγνώστης μένει ανικανοποίητος και μετέωρος, όπως οι σπασμωδικοί ήρωές του στο τέλος.
Να εξηγηθώ: αυτό που με προκάλεσε να διαβάσω το βιβλίο με ιδιαίτερη προσοχή ήταν το ευφάνταστο εξώφυλλο, η ηλικία του συγγραφέα του και η πρώιμη αναγνώρισή του με βραβεία. Είναι συνομήλικός μου και ήθελα να δω πώς σκέφτεται και δημιουργεί ένας άνθρωπος που ζει στη σύγχρονη εποχή. Ποιες είναι οι επιρροές του. Τι θέλει να θίξει. Τι τον θίγει. Τι τον προκαλεί. Τι τον
ενοχλεί. Τι προσλαμβάνει αυτός από την πραγματικότητα γύρω του. Στην αρχή μου φάνηκε ευφυής ο Θίρλγουελ, είχα την αίσθηση ότι στήνει γύρω μου έναν ιστό από σκηνές και θεωρίες, προκειμένου να αιχμαλωτίσει τον αναγνώστη του και στο τέλος να του προσφέρει τη σύνδεση εκείνη που είχε ανάγκη για να κατανοήσει το βαθύτερο νόημα του βιβλίου. Γελάστηκα οικτρά. Οι εξυπνακισμοί και οι ωραίες ιδέες σε κάποια σημεία του συνομηλίκου μου δεν κατέληξαν πουθενά. Δεν νομίζω ότι μου είπαν και τίποτα άλλο, παρά το πόσο συγχυσμένη είναι η γενιά μου, πόσο χαμένη στην αμηχανία και την ανία της. Δεν παλεύει για τίποτα. Δεν αστράφτει μες στη νεότητά της. Δεν αντιμάχεται. Δεν κερδίζει τις εντυπώσεις. Πού και πού υιοθετεί την ειρωνεία, την αλαζονεία και τον κυνισμό για να τραβήξει τα φλας πάνω της, αλλά κι αυτά θέλουν ικανότητες και κότσια για να τα χρησιμοποιήσει, που δεν φαίνεται σε καμία περίπτωση να έχει όρεξη να δείξει ικανή και δυνατή γενιά.
Έχω τεράστια ανάγκη να υπερασπιστώ τη γενιά μου, γιατί φαντάζει κατόρθωμα πια και μόνο ότι υπάρχουν κάποιοι απ’ αυτή που ακόμα διαβάζουν, που ακόμα γράφουν σ’ αυτούς τους χαλεπούς γρήγορους καιρούς της καταιγιστικής, σαρωτικής εικονικής πραγματικότητας. Όμως, το κενό που μου άφησε το κείμενο του Θίρλγουελ, απλώς δείχνει πως οι των είκοσι και κάτι του αναπτυγμένου κόσμου, βυθισμένοι στην ευμάρεια και την ανία τους, μοιάζουν παροπλισμένοι και «ακίνδυνοι». Πόσο απογοητευτικό! Προτιμώ το δικό μας Αύγουστο Κορτώ στα εγχειρήματά του, όπως «Ο γλύπτης του δρόμους», «Ο γιος της Τζοκόντα» και «Η λύσσα», ωστόσο αδυνατώ να πιστέψω ότι αυτό το κενό και η κατακερματισμένη ματιά του Θίρλγουελ θα στοιχειώσει τη λογοτεχνική δημιουργία της γενιάς μου. Μπορεί να αποτυπώνει την αμηχανία και την ανία μας, αλλά δεν είναι αρκετό. Μοιάζει τόσο εφηβικό να διαπιστώνεις μόνο τα χάσματα και τα κενά σου. Ο δρόμος προς την ενηλικίωση απαιτεί γέφυρες ή ρήξεις, οι οποίες δεν φαίνονται προς το παρόν στον ορίζοντα.
Είναι γοητευτικά κάποτε τα τεχνάσματα, τα κόλπα, τα τρικ, αλλά ο λογοτέχνης δεν είναι ταχυδακτυλουργός, μπορεί να μοιάζει μόνο με «μαθητευόμενο μάγο» ή «μικρό θεό» που ακροβατεί στο σκοινί της εποχής του. Αν δεν πέσει ή τέλος πάντων, αν βρει τη δύναμη να συνεχίσει και φτάσει στον προορισμό του, προχωρά τότε και το έργο του λίγο παραπέρα, ας πούμε στο μέλλον.
Ο Άνταμ Θίρλγουελ στην «ΠΟΛΙΤΙΚΗ» επιχειρεί ανεπιτυχώς ένα μεταμοντέρνο κοίταγμα του κόσμου, χρησιμοποιώντας το σεξ. Μας περιγράφει διεξοδικά σκηνές που προκαλούν αμηχανία και ανία τόσο στους ήρωές του όσο και στους αναγνώστες του και οι οποίες αφορούν το σεξ ανάμεσα σε ένα τρίγωνο: δύο γυναίκες και ένας άντρας. Ένας εβραίος νεαρός ηθοποιός, μια ντελικάτη από τα προάστια ξανθιά καλοσχηματισμένη και καλλιεργημένη αλλά ανικανοποίητη σεξουαλικά και μια μελαχρινή λεσβία ασιατικής καταγωγής. Πέρα από τα γαργαλιστικά στιγμιότυπα που τελικά δεν είναι γαργαλιστικά -αφού τα βρίσκεις στην πρώτη ταινία πορνό που πέφτει στην αντίληψή σου- τίποτα άλλο. Το απόλυτο κενό. Σύγχυση, αμηχανία και ανία, μόνο αυτά είναι ο καμβάς της εποχής μας; Πουθενά ένα αίσθημα, μια ψευδαίσθηση, μια αυταπάτη, μια υπόσχεση, μια ελπίδα, μια αλήθεια, κάτι να νιώσεις ότι είσαι άνθρωπος, βρε παιδί μου. Κι ας διατείνεται ο συγγραφέας του βιβλίου ότι «...Αυτό το βιβλίο έχει σκοπό να σας τονώσει το ηθικό. Αυτό το βιβλίο είναι οικουμενικό. Είναι μια συγκριτική μελέτη. Το τελευταίο πράγμα που θα επιδίωκα για το βιβλίο είναι να αφορά μόνο εμένα...»
Παρελαύνουν αποσπασματικά και ασύνδετα στις σελίδες του βιβλίου ο Μάο, ο Στάλιν, ο Κούντερα, ο Σταντάλ, η Αλ Κάιντα, η Prada, ο Άντυ Γουόρχολ και οι σουρεαλιστές του περασμένου αιώνα. Σου δημιουργεί την εσφαλμένη εντύπωση ο συγγραφέας ότι θα μιλήσει για το καταραμένο εκείνο «πίσω πλάνο» των πραγμάτων, αλλά τελικά δεν το κάνει «...Μακάρι τα πάντα να συνέβαιναν χωρίς να υπάρχει το πίσω πλάνο...». Έλα, όμως, που, αγαπητέ Άνταμ, υπάρχει το πίσω πλάνο και εσύ απλώς δεν μας έκανες να το δούμε.